Στη διάρκεια της πεντηκονταετίας από την εκδήλωση της ελληνοτουρκικής έντασης στο Αιγαίο, το 1973-74, με κύριο αλλά όχι μόνο θέμα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και, πλέον, και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), η διαχείριση της διαφωνίας με την Τουρκία εντοπιζόταν στο δίλημμα μεταξύ αντιπαράθεσης ή αναζήτησης συμφωνημένης λύσης. Κατά την πρώτη δεκαπενταετία, από το 1974 έως το 1988, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ταυτιζόταν με την επιδίωξη συμφωνημένης λύσης και ο Ανδρέας Παπανδρέου με την τήρηση αδιάλλακτης γραμμής.
Στη δεκαετία του ’70 επικρατούσε η αντίληψη ότι το διαμορφούμενο Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε με τη σύμβαση του 1982, ευνοούσε απολύτως τις ελληνικές θέσεις. Η Ελλάδα είχε δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια, ενώ τα νησιά του Αιγαίου δικαιούνταν υφαλοκρηπίδας όπως τα ηπειρωτικά εδάφη. Οι θέσεις αυτές ήταν αφετηριακά ορθές, αλλά η ελληνική δημόσια γνώμη έτεινε να παραβλέπει το γεγονός ότι η τουρκική πλευρά επικαλείτο «ειδικές συνθήκες» στο Αιγαίο.
Καθώς τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών συμπλέκονταν με την κρίση του Κυπριακού του 1974 και την προφανή στρατηγική ευπάθεια των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ο Καραμανλής διαμόρφωσε μια διπλή πολιτική. Το ένα σκέλος της βασιζόταν στην οικοδόμηση ελληνικής αποτροπής με ένα ευρύ αεροναυτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα και την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας των νησιών. Το δεύτερο σκέλος της απέβλεπε στη συνεννόηση με την Τουρκία με στόχο κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προκειμένου να οριοθετηθεί η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.
Η βασική παραδοχή της θέσης αυτής ήταν ότι η ελληνική πλευρά θα δικαιωνόταν σε σημαντικό βαθμό, αλλά ενδεχομένως όχι πλήρως. Ο Καραμανλής άλλωστε είχε συνείδηση ότι το Αιγαίο δεν μπορούσε να μετατραπεί σε «ελληνική λίμνη». Εάν αυτή η προσφυγή δεν ήταν δυνατή, ο Καραμανλής ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει μια πολιτική διαλόγου σε διπλωματικό επίπεδο προκειμένου να επιτύχει ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδίως εν όψει της προσπάθειας να εξελιχθούν ομαλά οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και δευτερευόντως για την επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, για την οποία ήταν αναγκαία η τουρκική συναίνεση.
Η ιδέα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο εμφανιζόταν θετική για τα ελληνικά συμφέροντα και αυτό εξηγεί την ταχεία τουρκική υπαναχώρηση από μια κατ’ αρχήν αποδοχή της τον Μάιο του 1975. Η χρησιμότητά της ήταν προφανής και για τη διεθνή κοινότητα, όπως φαίνεται από το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του Αυγούστου του 1976, κατόπιν ελληνικής προσφυγής λόγω της εξόδου του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «Sismik» στο Αιγαίο τον Ιούλιο του 1976. Το ψήφισμα προέτρεψε τα δύο μέρη σε διαπραγμάτευση, υπενθυμίζοντας παράλληλα τις δυνατότητες που προσέφεραν διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Αντίθετα, ο Ανδρέας Παπανδρέου απέφυγε συστηματικά τον διάλογο με την Τουρκία, έχοντας την πεποίθηση ότι, με δεδομένη τη διαμόρφωση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, η Ελλάδα μόνο να χάσει είχε από μια συζήτηση με την Τουρκία. Στη σκέψη του βάραινε η κληρονομιά της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και πιθανώς το αίσθημα ότι η διμερής διαπραγμάτευση, ακόμα και αν αφορούσε τη σύνταξη του αναγκαίου για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο συνυποσχετικού Ελλάδας και Τουρκίας, θα σήμαινε πιέσεις της Ατλαντικής Συμμαχίας προς την Ελλάδα και εγκλωβισμό της Αθήνας σε μια διαδικασία που οδηγούσε σε συμβιβασμό.
Ο Παπανδρέου οδηγήθηκε σε αλλαγή πολιτικής εξαιτίας της κρίσης του Μαρτίου του 1987. Απέβλεπε πια σε επίλυση του, κατ’ αυτόν, μόνου ανοιχτού θέματος, της υφαλοκρηπίδας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Παπανδρέου κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αν και διαχειρίστηκε την κρίση με σταθερότητα. Δεν είχε εξέλθει μειωμένος από αυτήν, αλλά προφανώς είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρχε κανένας αυτοματισμός στην εφαρμογή των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Αυτή η παραδοχή οδήγησε στη συνάντηση του Νταβός με τον Oζάλ τον Ιανουάριο του 1988.
Μια ακόμα κρίση, αυτή των Ιμίων του Ιανουαρίου του 1996, αποτέλεσε τον καταλύτη για να αναζητηθεί ένα νέο πλαίσιο επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτή τη φορά τέθηκε και θέμα εδαφικής κυριαρχίας επί βραχονησίδων. Η Αθήνα επεδίωξε να εμπλέξει στην υπόθεση τον ευρωπαϊκό παράγοντα αξιοποιώντας την αίτηση ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η απόφαση του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου του 1999 προέβλεπε την επίλυση των διαφορών εντός πενταετίας μέσω διμερούς διαλόγου ή, σε περίπτωση αδιεξόδου, την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η πολιτική αυτή της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ υπό τον Κώστα Σημίτη εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κώστα Καραμανλή. Συνειδητοποιείτο, ενδεχομένως για πρώτη φορά σε όλη την έκταση, ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ήταν αλληλένδετη με το εύρος των χωρικών υδάτων. Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι διατηρεί το δικαίωμα της επέκτασης στα 12 μίλια, ενδεχόμενο που για την Τουρκία είναι αιτία πολέμου από το 1995, όταν τέθηκε σε ισχύ η σύμβαση του 1982 για το νέο Δίκαιο της Θάλασσας. Η αφετηρία της υφαλοκρηπίδας βρίσκεται στο όριο των χωρικών υδάτων. Συνεπώς η σύνταξη συνυποσχετικού σήμαινε και οριστική ρύθμιση της έκτασης των χωρικών υδάτων, ενδεχομένως στα 6 ή περισσότερο σε ορισμένα σημεία αλλά πάντως όχι στα 12 μίλια.
Πέραν αυτού, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας απροσδιόριστου αριθμού βραχονησίδων ή νησίδων σήμαινε επίσης περιπλοκές καθώς η Αθήνα δεν θα ήθελε να τεθούν στην κρίση του Δικαστηρίου, ακόμα και με τρόπο παρεμπίπτοντα, θέματα εδαφικής κυριαρχίας ή το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και να στερηθεί έτσι του δικαιώματος αυτοάμυνας που προκύπτει από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Στο πλαίσιο αυτό, η αναβολή της σύνταξης συνυποσχετικού και η αξιοποίηση των διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ έδειχναν από την οπτική της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή περισσότερο υποσχόμενες.
Ωστόσο, η ουσιαστική ματαίωση της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ λόγω της αντίδρασης των ευρωπαϊκών συντηρητικών κύκλων από το 2007 και μετά σήμαινε την απώλεια αυτού του μοχλού. Αυτό το πρόβλημα της σύνδεσης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με θέματα κυριαρχίας εμφανίζεται να αποκτά κεντρική σημασία στην ελληνική δημόσια συζήτηση κατά την παρούσα φάση των ελληνοτουρκικών συνομιλιών.
Ο κύριος Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.