Δεν θα είχε άδικο όποιος ισχυριζόταν ότι ζούμε σε μια διεθνή συγκυρία όπου ο πολιτικός αυταρχισμός, στις διάφορες διαβαθμίσεις του, γίνεται περισσότερο ελκυστικός. Οχι μόνο επειδή δεν εκπληρώθηκε η προφητεία για τον θρίαμβο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία τελικά δεν εξαπλώθηκε ανεμπόδιστα στην υφήλιο μετά το 1990 αλλά, αντιθέτως, σήμερα αξιόπιστοι φορείς (όπως το Ινστιτούτο V-Dem) δείχνουν πως τα αυταρχικά καθεστώτα κερδίζουν έδαφος. Αλλά και επειδή οι τάσεις αυταρχικοποίησης ενισχύονται στο εσωτερικό των δημοκρατιών μας, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Αρκεί να σκεφτούμε την προέλαση της διεθνούς Alt-Right τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
Ο πειρασμός του αυταρχισμού είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Πάνω σε ποιο κοινωνικό υπόστρωμα όμως μπορεί να καλλιεργηθεί; Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι τον πειρασμό αυτόν αισθάνονται πιο έντονα κοινωνίες αποκλεισμού – αντί συμπερίληψης – ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού, αλλά και χαμηλής εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα.
Ας δούμε κάποιες ενδείξεις για το τι συμβαίνει στη χώρα μας. Εδώ και τρία χρόνια χρησιμοποιούμε μια προβολική ερώτηση που καλεί τους/τις ερωτώμενους/ες να φανταστούν μία πόλη προστατευμένη από ένα κάστρο, στην έρημο, και να σκεφτούν εάν θα τοποθετούσαν τον εαυτό τους εντός ή εκτός. Σταθερά και διαχρονικά οι «εντός» και οι «εκτός» είναι περίπου ισομοιρασμένοι, πράγμα ήδη ανησυχητικό εάν οι μισοί αισθάνονται ότι βρίσκονται σε θέση outsider. Για πρώτη φορά όμως τώρα η απόσταση μεταξύ τους αυξάνεται σημαντικά, με τους «εκτός» να αποτελούν το 53% και τους «εντός» το 45%.
Στη ζοφερή παγκόσμια συγκυρία, όπου ο εμπορικός πόλεμος που έχει πυροδοτήσει ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί να επιφέρει νέες αναταράξεις στους υλικούς όρους ζωής των κοινωνιών μας, δεν είναι αμελητέος ο κίνδυνος ολοένα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού να αισθάνονται στο περιθώριο. Μένει βέβαια να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η τάση.
Μπορούμε όμως ήδη να σημειώσουμε ότι η αίσθηση πως βρίσκομαι «εκτός» συνδέεται τόσο με την υποκειμενική κοινωνική ένταξη (η εργατική τάξη αισθάνεται «εκτός» κατά 80%, ενώ η ανώτερη «εντός» κατά 85%) όσο και με την εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα, η οποία μοιάζει να καταρρέει σε όσους νιώθουν «εκτός» (καθώς σε όσους αισθάνονται χαμηλή εμπιστοσύνη το 67% αισθάνεται ταυτόχρονα εκτός κάστρου).

Σε αυτό το κλίμα, η περιρρέουσα διεθνώς αίσθηση – ή και πραγματικότητα – ότι ενισχύονται οι αυταρχικές πολιτικές δυνάμεις εντείνει τη σχετική ανησυχία και για τα δικά μας πολιτικά πράγματα. Πράγματι, οι 7 στους 10 πιστεύουν ότι αυτή την περίοδο ενισχύονται οι αυταρχικές πολιτικές δυνάμεις (71%), έναντι του 25% που θεωρεί ότι ενισχύονται οι δημοκρατικές. Είναι βέβαια ένα ερώτημα τι εννοεί ο καθένας αυταρχικό και δημοκρατικό, καθώς ανάλογα με τις πολιτικές προτιμήσεις είναι πιθανό να θεωρεί αυταρχικούς τους «απέναντι».
Εχει σημασία όμως ότι, και πάλι, όσοι νιώθουν «εκτός» αλλά και όσοι δηλώνουν χαμηλά επίπεδα πολιτικής εμπιστοσύνης πιστεύουν ακόμη πιο έντονα ότι η κυρίαρχη τάση είναι η ενίσχυση αυταρχικών και όχι δημοκρατικών δυνάμεων (αντίστοιχα: 77% και 81%). Σημάδι ότι η κοινωνική δυσφορία και η πολιτική καχυποψία επιτείνουν την αίσθηση πως η ισχυρή τάση σήμερα δεν είναι η δημοκρατία αλλά ο αυταρχισμός.
Σε αυτό το κλίμα, η πολιτική σταθερότητα όχι απλώς δεν είναι δεδομένο αλλά μοιάζει να μην είναι καν ζητούμενο. Και εδώ οι απόψεις είναι μοιρασμένες: 50% θα προτιμούσαν η κυβέρνηση να εξαντλήσει την τετραετία και 48% να πάμε σε πρόωρες εκλογές. Εύλογα όσοι αυτοτοποθετούνται πολιτικά εγγύτερα στη σημερινή κυβέρνηση επιλέγουν κυρίως το πρώτο, ενώ όσοι είναι κοντά στην αντιπολίτευση κυρίως το δεύτερο.
Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι υπέρ των πρόωρων εκλογών τάσσονται με μεγαλύτερη ένταση και πάλι όσοι νιώθουν «εκτός» (60%) και όσοι δηλώνουν χαμηλά επίπεδα πολιτικής εμπιστοσύνης (64%). Σε ένα περιβάλλον υψηλής ρευστότητας στο κομματικό σύστημα, όπου είναι αμφίβολο τόσο εάν υπάρχει ηγεμονικός παίκτης όσο και εάν υπάρχει συγκροτημένος αντίπαλος πόλος με προοπτικές εξουσίας, η προτίμηση για πρόωρες εκλογές υποκρύπτει πιθανόν μια επιθυμία να προκληθεί ένα σοκ στο πολιτικό σύστημα. Και αυτό το σοκ φαίνεται να το επιθυμούν εντονότερα οι «outsiders» που δεν περιμένουν και πολλά από την πολιτική ως έχει σήμερα.
Αν όντως υπάρχει ένα πολιτικό σοκ εν τη γενέσει του σήμερα στα καθ’ ημάς, αυτό επωάζεται μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που τελεί υπό ένα συντελεσμένο σοκ το οποίο πυροδοτήθηκε από την Ουάσιγκτον. Αυτή η συνθήκη επιτείνει το αίσθημα επισφάλειας και προκαλεί ανησυχίες και στη χώρα μας, τουλάχιστον για την πλειονότητα. Πράγματι, οι 2 στους 3 (67%) αξιολογούν αρνητικά τον τρόπο που ο πρόεδρος Τραμπ ασκεί τα καθήκοντά του αυτούς τους σχεδόν τρεις μήνες που έχουν παρέλθει από την ανάληψη του αξιώματος για δεύτερη φορά.
Η εκτίμηση αυτή μάλιστα δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα με βάση τις παραμέτρους που είδαμε προηγουμένως, δηλαδή ανάμεσα στους «εντός» και τους «εκτός» ή ανάμεσα σε όσους αισθάνονται υψηλή ή χαμηλή πολιτική εμπιστοσύνη. Το πρόσημο εδώ είναι μάλλον πολιτικό-ιδεολογικό: το 24% που εκφράζει θετική άποψη ενισχύεται σαφώς στον χώρο πέραν της Κεντροδεξιάς (42% στους Δεξιούς), όπου εντοπίζεται και ένα εν δυνάμει εύφορο πολιτικό έδαφος για μια ελληνική εκδοχή αυτής της πολιτικής.
Η αρνητική αξιολόγηση της πολιτικής Τραμπ, πάντως, συμβαδίζει με την ανησυχία για την επίδραση που συγκεκριμένες επιλογές, όπως η επιβολή δασμών, θα έχουν στην ελληνική οικονομία, καθώς το 63% θεωρεί ότι θα είναι πολύ/αρκετά μεγάλη.
Ας συνοψίσουμε λοιπόν τα στοιχεία ενός ενδεχομένως εκρηκτικού μείγματος: η οικονομική απειλή επανέρχεται στο προσκήνιο με έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο που έχει ήδη ξεσπάσει, η αίσθηση αποκλεισμού μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας συμβαδίζει με την έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης, και επικρατεί η αντίληψη πως ο άνεμος της εποχής φυσάει στα πανιά του αυταρχισμού και όχι της δημοκρατίας. Ποιος είναι έτοιμος να ποντάρει στην αισιοδοξία;
Ο κύριος Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής της Metron Analysis.