Αυτό που συμβαίνει την περίοδο αυτή στη χώρα μας είναι απίστευτο. Ενα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στο οποίο στο παρελθόν είχε υπάρξει ευρεία διακομματική συμφωνία για τη λύση του, κινδυνεύει τώρα να οδηγήσει σε έναν νέο εθνικό διχασμό. Τη στιγμή μάλιστα που το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται και πάλι και όλοι οι διεθνείς οίκοι αλλά και οι Βρυξέλλες προειδοποιούν ότι η προεκλογική παροχολογία και οι καθυστερήσεις στα προαπαιτούμενα στέλνουν αρνητικά μηνύματα. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την κύρια ευθύνη για τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη φέρει η κυβέρνηση. Διότι δεν θέλησε, προτού καταλήξει στη συμφωνία με τα Σκόπια, να έλθει σε μια στοιχειώδη συνεννόηση με τη ΝΔ (η οποία ήδη από το 2008 είχε συμφωνήσει στη λύση της ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό), ώστε να δημιουργηθεί ένα αναγκαίο εθνικό μέτωπο και να αποφευχθούν οι επικίνδυνες αναταράξεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Προτίμησε έτσι ο Αλέξης Τσίπρας να επιχειρήσει να φέρει σε δυσχερή θέση τον μετριοπαθή Κυριάκο Μητσοτάκη, γνωρίζοντας ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα με τη δεξιά του πτέρυγα (υπό την απειλή μάλιστα νέου ακροδεξιού κόμματος), και προφανώς τα κατάφερε. Κατάφερε δηλαδή, για καθαρά μικροκομματικά οφέλη, να μετατρέψει ένα ζήτημα εθνικής σημασίας σε αντικείμενο έντονης κομματικής αντιδικίας, με απώτερο στόχο να πλήξει τον αντίπαλό του, που όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα είναι ο αυριανός πρωθυπουργός. Εχασε βέβαια, στο μεταξύ, τον δικό του ακροδεξιό συνεταίρο, αλλά αυτό μάλλον τον ευνοεί στη νέα προσπάθειά του να αλώσει τώρα τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ακολουθώντας το παράδειγμα του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα περί σύγκρουσης των δυνάμεων της προόδου και της συντήρησης και της πάλης μεταξύ φωτός και σκότους! Ιδού λοιπόν στάδιον λαμπρόν για τον νέο εθνικό διχασμό, σε μια χώρα που έχει πληρώσει βαρύτατο τίμημα και φόρο αίματος κατά τη διάρκεια των γνωστών διχασμών του παρελθόντος.
Ολα αυτά συμβαίνουν μάλιστα τη στιγμή που ο έλληνας πρωθυπουργός θέλει να ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα αποτελεί μια νησίδα ασφαλείας και σταθερότητας και διεκδικεί να παίξει διεθνή ρόλο στην ασταθή ευρύτερη περιοχή της. Αυτός όμως ο φιλόδοξος στόχος προϋποθέτει ένα ισχυρό και αρραγές εσωτερικό μέτωπο στηριζόμενο σε μια οικονομική σταθερότητα. Τα μηνύματα όμως που έρχονται τώρα από τις Βρυξέλλες οδηγούν σε αντίθετες διαπιστώσεις. Ακόμα και ο «φίλος μας» επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα προειδοποίησε ότι θα ήταν καταστροφικό αν για προεκλογικούς λόγους επανέλθουν τώρα τα προβλήματα του παρελθόντος, τονίζοντας ότι «οι επόμενες εβδομάδες θα είναι πολύ καθοριστικές». Και δεν είναι τυχαίο ότι ο ΟΟΣΑ και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης προβλέπουν πτωτικές τάσεις στην ελληνική οικονομία για το 1919. Μια εικόνα δηλαδή εντελώς αντίθετη από αυτήν που παρουσίασε στη Βουλή ο Πρωθυπουργός.