Democracy dies in darkness. Αυτό είναι το πρώτο και μοναδικό, στα 146 χρόνια ιστορίας της, slogan που υιοθέτησε ποτέ η «Washington Post». Ηταν Φεβρουάριος του 2017 όταν το εμφάνισε για πρώτη φορά στον λογαριασμό της στο Snapchat, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι θα σταθεί με το εκδοτικό και δημοσιογραφικό κύρος της απέναντι στις πολιτικές και τις πρακτικές του Ντόναλντ Τραμπ.

Από τότε μάλλον θα κύλησε αρκετό νερό στο αμαζόνιο αυλάκι του Τζεφ Μπέζος για να αποφασίσει ότι η εφημερίδα του δεν θα πάρει θέση υπέρ κάποιου υποψηφίου στις αμερικανικές εκλογές, προκαλώντας ερωτηματικά για το αν κρύβεται κάποιος επιχειρηματικός φόβος ή συμφωνία προ μιας πιθανής εκλογής Τραμπ, παραιτήσεις δημοσιογράφων, όπως του βραβευμένου με Πούλιτζερ, Ρόμπερτ Γκριν, αλλά και περισσότερες από 250.000 απεγγραφές συνδρομητών, το μεγαλύτερο ίσως πλήγμα αυτής της παράξενης απόφασης.

Πρέπει, όμως, να δείχνουν οι εφημερίδες ποιον προτιμούν για πρόεδρο; Σε αυτό το τόσo έντονα δικομματικό περιβάλλον των ΗΠΑ συνηθίζεται από τις εκλογές του 1846 και τον Αβραάμ Λίνκολν. Στην περίπτωση, μάλιστα της «Post», από τη δεκαετία του ’60 και μετά, η ζυγαριά της πάντα είχε μια βαριά άποψη για να γέρνει προς την πλευρά των Δημοκρατικών υποψηφίων, όχι απαραίτητα ως προσπάθεια χειραγώγησης του εκλογικού σώματος, αλλά περισσότερο ως εγκριτική διαδικασία, μέσα από εμπεριστατωμένες αναλύσεις και απόψεις ειδικών, ότι ο υποψήφιος μπορεί.

Το κατά πόσο έχει δίκιο ή όχι η εκάστοτε εφημερίδα είναι στο χέρι και το ανοιχτό μυαλό του αναγνώστη να το αποφασίσει και να καταλήξει πού θα ρίξει την ψήφο του. Αλλωστε απόλυτη αντικειμενικότητα δεν μπορεί να υπάρξει από έλλογο ον, σαν αυτά που ακόμη τουλάχιστον ορίζουν την ενημέρωση όσο δεν αναλαμβάνει editor in chief κάποιο AI μοντέλο. Αντικειμενική αλήθεια είναι η ανεξάρτητη από επιρροή αλήθεια και επιστημονική αντικειμενικότητα υπάρχει όταν προκύπτει άποψη και κρίση χωρίς μεροληψία.

Συνεπώς, αν ο Μπέζος θέλει για τον εαυτό του τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου στην πιο αμφίρροπη εκλογική μάχη που έχουν ζήσει οι ΗΠΑ, προφανώς είναι ιδιοκτησιακό δικαίωμά του, γι’ αυτό και θα κληθεί να διαχειριστεί τις συνέπειες των μειωμένων εσόδων από την αποδρομή των συνδρομητών, σε μια πολύ δύσκολη επιχειρηματικά για την «Washington Post»» περίοδο. Εχει την ελευθερία της γνώμης του, πόσω μάλλον της απόφασής του.

Τώρα για τη σκιά που υπάρχει στο γεγονός ότι μια εφημερίδα σαν την «Washington Post» ίσως να παίρνει θέση ακόμα και με τη σιωπή της, είναι τόσο αχνή που δεν τη βλέπεις. Ειδικά in darkness.