O «λαϊκισμός» κυριάρχησε τόσο πολύ στο πολιτικό λεξιλόγιο από το 2012 ώστε το περιοδικό «Times» να τον αναδείξει ως λέξη της χρονιάς 2017. Στην Ελλάδα η ανεπανάληπτη έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η απότομη άνοδος από το 4,6% στις εθνικές εκλογές του 2009 στο 35,46% του Σεπτεμβρίου 2015, επιχειρήθηκε να ερμηνευθεί πολλές φορές, με την επίκληση του λαϊκισμού.
Λέξη χωρίς σαφές περιεχόμενο, που συνήθως μοιάζει με κατηγόρια, έχει τόση επικοινωνιακή αξία ώστε να συνεννοούνται παγκόσμια, μιλώντας για όλα: από τον Ορμπαν στον Τραμπ, από τον Μαδούρο στον Τσίπρα, από τον Γκρίλο στον Φάραντζ.
Οπως και η «παγκοσμιοποίηση» έτσι και ο «λαϊκισμός» πολιτογραφήθηκαν αλλά δεν ορίστηκαν, σημαίνουν αλλά δεν σημαίνονται, διχάζουν αλλά δεν διευκρινίζουν.
Ο λαϊκισμός περιγράφεται ως ακραίος διαχωρισμός στους μεν και στους δε: αθώος λαός (οι πολλοί, εμείς) απέναντι σε εγχώριες και ξένες διεφθαρμένες ελίτ – πολιτικές, μίντια, ακαδημαϊκές, επιχειρηματικές – (οι λίγοι, άλλοι). Δεν πρόκειται για ανταγωνισμό αλλά για πόλεμο, οι αντίπαλοι «εχθροποιούνται», η πολιτική ανάγεται σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου «ή μας τελειώνουν ή τους τελειώνουμε». Στη διάρκεια μεγάλης οικονομικής κρίσης αυτή η πρόταση μπορεί να βρει μαζική λαϊκή ανταπόκριση.
Είναι η χρυσή ευκαιρία της κατάλληλης πολιτικής «φωνακλάδικης μειοψηφίας» για να αναδειχθεί.
Με άλλα λόγια, το λαϊκιστικό φαινόμενο για να παραχθεί χρειάζεται τη δόμηση της κοινωνικής ζήτησης μέσω προσφοράς κατάλληλου πολιτικού λόγου, σε δεδομένη ευνοϊκή συγκυρία.
Η γοητεία του λαϊκιστικού λόγου είναι ακατανίκητη για τους ζαλισμένους και φοβισμένους από την κρίση πολίτες. Δομείται στο φαντασιακό, τον χώρο όπου οι εξουσίες «δεν ορίζουν». Συνδέεται με ακρογωνιαίες πολιτικές και ιστορικές κατασκευές, στην ελληνική περίπτωση με τα ριζιμιά λιθάρια μακρυγιαννικού αδικημένου λαού, Κατοχής, Αντίστασης. Αποκαθιστά έτσι το χαμένο αίσθημα του δικαίου και της κοινότητας, συνακόλουθα ελπίδα αλλαγής που παρακινεί σε διεκδίκηση και εκδίκηση. Η «εχθροποίηση» διευκολύνει τη στοχοποίηση, τη θυσία προσώπων και συλλογικών εκπροσώπων του «κακού». Η τελετουργική κάθαρση έρχεται γρήγορα, άκοπα, θριαμβικά. Ενα κανάλι, ένα κόμμα, πέντε πρόσωπα στοχοποιήθηκαν, «την πλήρωσαν» στην Ελλάδα.
Από τη θετική σκοπιά του κομματικού συστήματος, ο λαϊκισμός μοιάζει με απαραίτητο εργαλείο, που οι πολίτες χρησιμοποιούν για να αλλάξουν το κομματικό σύστημα το οποίο ποτέ δεν αλλάζει ενδογενώς (περίπτωση ΠαΣοΚ – ΣΥΡΙΖΑ).
Το κόστος αυτής της μαγικής παρηγοριάς είναι η γρήγορη απομάγευση. Ο λαϊκιστικός λόγος έχει καλές ερωτήσεις αλλά άθλιες απαντήσεις. Οπως πετυχημένα έχει γραφτεί, απέναντι στον εκφυλισμό που συνιστά η ελιτίστικη διακυβέρνηση με «πολιτικές χωρίς πολιτική» ο λαϊκισμός αντιτάσσει «πολιτική χωρίς πολιτικές». Αυτό είναι και το βαθιά συντηρητικό περιεχόμενο του λαϊκιστικού φαινομένου. Δεν ζητά από τους πολίτες να αποδεχθούν άβολες μεταρρυθμίσεις, δομικές αλλαγές. Τάζει αλλά δεν αλλάζει. Η μεταρρυθμιστική κοινωνική δυναμική είναι περιορισμένη έως ανύπαρκτη και η πολιτική ζωή περιστρέφεται σε τεχνητά διογκωμένες αντιθέσεις που τελικά συντηρούν το status quo των ρυθμίσεων του παρελθόντος που καταγγέλλουν.
Δεν έχει δοθεί αξιωματικός ορισμός του λαϊκισμού ώστε να αναζητηθούν και τρόποι εμπειρικής εκτίμησής του. Δεν γνωρίζουμε δηλαδή τι ακριβώς είναι, αλλά ξέρουμε πότε συμβαίνει και τι αποτελέσματα παράγει.
Στην παρούσα μελέτη γίνεται απόπειρα κατάταξης «λαϊκισμών» σε τυπικές κατηγορίες παράγωγες των διαιρετικών τομών, οι οποίες διέπουν τη λειτουργία των νεωτερικών δυτικών κοινωνιών: αντισυστημισμού/ελιτισμού (κοινωνική/ταξική διάσταση), νατιβισμού (συνδυασμός ξενοφοβίας και εθνικισμού, ταυτοτική διάσταση) και διακυβερνητικού αυταρχισμού/αντιφιλελευθερισμού (θεσμική διάσταση).
Είναι αυτή η κατάταξη πλήρης; Καλύπτει δηλαδή ολόκληρο το εύρος του φαινομένου;
Υπάρχει ισχυρή συσχέτιση, δηλαδή επικάλυψη, μεταξύ των συνιστωσών;
Σε τι είναι χρήσιμη μια τέτοια κατάταξη;
Η εμπειρική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα γίνεται με χρήση των στοιχείων της έρευνας της ΔιαNEOσις «Τι πιστεύουν οι Eλληνες», το 2018. Κατασκευάζονται στατιστικοί δείκτες που αποτυπώνουν τις συνιστώσες. Για παράδειγμα, η απάντηση στο «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» είναι χαρακτηριστική πρόκρισης του νατιβισμού, όπως και η επαναφορά της θανατικής ποινής ή η προτίμηση ηγετών τύπου Πούτιν έναντι Μακρόν, της αποδοχής αυταρχικής διακυβέρνησης.
Αναλυτική περιγραφή των ερωτήσεων και του τρόπου σχηματισμού των δεικτών νατιβισμού, αυταρχισμού και αντισυστημισμού βρίσκεται στον σύνδεσμο https://iakovos.shinyapps.io/Populism/. Για λόγους ενάργειας της παρουσίασης, όλες οι βαθμολογικές κλίμακες έχουν μετασχηματιστεί σε συγκριτικές εκατονταβάθμιες, όπου το κόμμα με την υψηλότερη βαθμολογία αντιστοιχεί στο 100 ενώ το κόμμα με τη χαμηλότερη στο μηδέν*.
Συγκεκριμένα αναλύεται η δεκτικότητα των ψηφοφόρων των κομμάτων σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω. Η δεκτικότητα των ψηφοφόρων από μόνη της δεν χαρακτηρίζει αυτόματα ένα κόμμα ως περισσότερο ή λιγότερο λαϊκιστικό. Για να υπάρξει λαϊκιστικό γεγονός στην πολιτική ζωή, χρειάζεται το κόμμα να εκφέρει «λαϊκιστικό λόγο» που βρίσκει ανταπόκριση, γεννά ψηφοφόρους. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται η κλίμακα αντισυστημικότητας/αντιελιτισμού.
Οι απόψεις των ψηφοφόρων σε Χρυσή Αυγή, αλλά και Λαϊκή Ενότητα και ΚΚΕ χαρακτηρίζονται από ισχυρή αντίθεση έως απόρριψη στο «σύστημα», ενώ έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ΑΝΕΛ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν παρόμοια θέση στην κλίμακα. Αν και πρόκειται πολιτικά για εντελώς διαφορετικά υποκείμενα, δεν υπάρχει διάκριση ως προς τη διχοτομική θεώρηση αγνού λαού – διεφθαρμένων, ανίκανων ηγεσιών, «εξουσιών και μονοπωλίων». Ψήφος σε μικρότερα κόμματα, άκυρο ή λευκό, ακόμη και οι δηλώσεις «δεν ψήφισα/δεν απαντώ» συναρτώνται με υψηλό βαθμό διαμαρτυρίας/καταγγελίας της κρατούσας τάξης.
Είναι «διπολική» η θέση των ψηφοφόρων ΣΥΡΙΖΑ λίγο κάτω από το μέσο της κλίμακας. Δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς αντισυστημική, ούτε όμως και να συγκριθεί ως προς τον βαθμό αποδοχής του συστήματος με ψηφοφόρους ΝΔ, ΔΗΣΥ και Ποτάμι.
Η διάσταση αυτή του λαϊκισμού συνυφαίνεται με καταγγελία και κοινωνική διαμαρτυρία. Συνδέεται με μια αίσθηση αυτοτοποθέτησης στην κοινωνική κλίμακα «οι πάνω και οι κάτω», πλούσιοι/φτωχοί και με μια στάση απέναντι στο σύστημα («οι μέσα και οι έξω»).
Η ταυτοτική συνιστώσα κυριαρχείται στην επικαιρότητα από τα θέματα Σκοπίων και μεταναστών (Πίνακας 2).
Πέραν των ψηφοφόρων Χρυσής Αυγής που ορίζουν την ξενοφοβία και Ποτάμι, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ στον αντίποδα, ψηφοφόροι ΝΔ και ΑΝΕΛ βρίσκονται υψηλά στην κλίμακα, με ΣΥΡΙΖΑ – ΔΗΣΥ στο μέσον. Η κλίμακα πέραν της επικαιρότητας μοιάζει να ορίζεται περισσότερο από ιδεολογικές/αξιακές παραμέτρους που εμπεριέχονται στις ιστορικές πολιτικές ταυτότητες των ψηφοφόρων των κομμάτων.
Η «θεσμική» διάσταση είναι πιο δύσκολο να αποτυπωθεί γιατί σχετίζεται με αφηρημένες έννοιες όπως το είδος πολιτεύματος ή η διάκριση σε πλειοψηφική ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Στο ερωτηματολόγιο οδηγοί για τον σχηματισμό της ήταν απόψεις όπως η αποδοχή ή μη της θανατικής ποινής και η προτίμηση σε ισχυρούς «αυταρχικούς» ηγέτες (Πίνακας 3).
Με τους ψηφοφόρους Χρυσής Αυγής και Ποταμιού πάντα στους αντίποδες, οι ψηφοφόροι ΑΝΕΛ ξεχωρίζουν καθαρά ως χώρος όπου ο αυταρχισμός ευδοκιμεί ιδιαίτερα. Είναι σαφές ότι η κλίμακα επηρεάζεται όχι μόνο από τις αντιλήψεις για το κράτος και τη διακυβέρνηση αλλά και από τον αρχηγικό ή μη χαρακτήρα των κομμάτων. Ετσι οι ψηφοφόροι ΝΔ, παραδοσιακού αρχηγικού κόμματος, είναι πιο δεκτικοί στην κλίμακα από ΔΗΣΥ – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ, δηλαδή από κόμματα στα οποία ο αρχηγικός χαρακτήρας, ακόμα κι όταν υπάρχει, ασκείται με την επίκληση συλλογικότητας που παρέχουν οι εσωκομματικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα στο ακροατήριο της ΝΔ συναντώνται περισσότερο απόψεις παραδοσιακής Δεξιάς όπου η τάξη και η πειθαρχία ως προαπαιτούμενα εφαρμογής νομιμότητας υπερτερούν της διαβούλευσης και της ανεκτικότητας. Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνείας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, στη ΝΔ η σύγκρουση νόμου και δικαιωμάτων κλίνει υπέρ του πρώτου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγαλύτερη συμφωνία για επαναφορά της θανατικής ποινής σε ορισμένα εγκλήματα.
Τι συμβαίνει όμως εάν δεν θεωρήσουμε αναλυτικά τον «λαϊκισμό» ως παράγωγο έως τριών συνιστωσών αλλά ως ένα αδιαίρετο όλον όπου η ενιαία κλίμακα σχηματίζεται από το σύνολο των ερωτήσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των συνιστωσών; Τα αποτελέσματα της άσκησης εμφανίζονται στον Πίνακα 4.
Στην πρώτη στήλη (λαϊκισμός ενιαία) η κλίμακα προκύπτει από το σύνολο των ερωτήσεων. Στη δεύτερη στήλη η κλίμακα προκύπτει ως μέσος όρος των βαθμολογιών των τριών συνιστωσών.
Παρατηρούμε ότι οι δύο κλίμακες είναι ισοδύναμες. Η σειρά κατάταξης των κομμάτων δεν αλλάζει. Το εύρημα είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι η κάθε συνιστώσα είναι αυτοτελής, δηλαδή δεν μετράμε δύο φορές το ίδιο πράγμα. Κρατικός αυταρχισμός, αντιελιτισμός και ξενοφοβία/εθνικισμός είναι διακριτές, ξεχωριστές διαστάσεις με μικρή συσχέτιση η μία με την άλλη. Το φαινόμενο που περιγράφει η καθεμία είναι διαφορετικό.
Αφού ο μέσος όρος των συνιστωσών και η ενιαία καταγραφή είναι ισοδύναμες, συνάγεται ότι ο χωρισμός σε συνιστώσες είναι επαρκής διότι παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα.
Η χρησιμότητα, τέλος, για να απαντηθεί και το τρίτο ερώτημα της μελέτης, προκύπτει γιατί φωτίζονται διαφορετικές πλευρές του φαινομένου που οδηγούν άλλωστε και σε διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα (διάκριση δεξιού και αριστερού λαϊκισμού).
Η δεκτικότητα όπως μετρήθηκε δεν διαφοροποιεί σημαντικά τους πολίτες σε άλλα χαρακτηριστικά, όπως το φύλο, η ηλικία, η μόρφωση, το εισόδημα, αυτοτοποθέτηση στην κλίμακα Αριστερά – Δεξιά. Η διαπίστωση οδηγεί σε «οριζόντιο» φαινόμενο που δεν ερμηνεύεται με τις βασικές κοινωνικές και δημογραφικές μεταβλητές.
Από την ανάλυση των στοιχείων της έρευνας αξίζει να σχολιαστούν δύο ακόμα σημεία:
– Η ψήφος στο δημοψήφισμα, όπου η κοινωνική συνιστώσα του Οχι υπερτερεί των υπολοίπων σημαντικά (62,5% έναντι 51%), δείχνοντας ότι οι ψηφοφόροι του Οχι ήταν πιο δεκτικοί σε λόγο αντισυστημικό και όχι ταυτοτικό ή θεσμικό (αριστερός λαϊκισμός).
– Η απόρριψη της σύνθετης ονομασίας στο θέμα των Σκοπίων όπου για όλες τις συνιστώσες λαϊκισμού ο υψηλός βαθμός δεκτικότητας είναι σχεδόν διπλάσιος από τον χαμηλό (στην κοινωνική συνιστώσα 53% χαμηλή, 75% υψηλή δεκτικότητα, στην ταυτοτική 47% χαμηλή έναντι 81% υψηλή και στη θεσμική αντίστοιχα 45% έναντι 81%). Από το ύψος των ποσοστών προκύπτει ότι: α) ακόμα και για τους λιγότερο δεκτικούς σε λαϊκιστικό λόγο η απόρριψη προσεγγίζει το 50%, άρα ο λαϊκισμός δεν αποτελεί κύριο ερμηνευτικό παράγοντα για το ζήτημα αυτό, β) αντίστροφα, η πολύ μεγάλη διαφορά για όλες τις συνιστώσες μεταξύ υψηλής και χαμηλής δεκτικότητας δείχνει ότι το θέμα είναι κατάλληλο για προσφορά εκ μέρους των κομμάτων λαϊκιστικού λόγου.
Στην ενιαία κλίμακα «λαϊκισμού» η διαφορά δεκτικότητας ψηφοφόρων ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ είναι ανεπαίσθητη, χωρίς κανένας από τους δύο να ξεπερνά τον μέσο όρο, με τη ΔΗΣΥ να διαφοροποιείται προς τα κάτω και τους ψηφοφόρους ΑΝΕΛ να χαρακτηρίζονται ευχερώς ως δεκτικοί «λαϊκιστικού λόγου». Δηλαδή ο βαθμός δεκτικότητας «λαϊκισμού» των ψηφοφόρων του βασικού κορμού του κομματικού συστήματος είναι σήμερα (όχι το 2015), υψηλός αλλά όχι υπερβολικός. Ο λεγόμενος «αριστερός λαϊκισμός», η κοινωνική διάστασή του δηλαδή, συναντάται περισσότερο ως ανάγκη σε ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο λεγόμενος «δεξιός λαϊκισμός», δηλαδή η ταυτοτική διάσταση, συγκινεί περισσότερο ψηφοφόρους ΝΔ, με τη θεσμική διάσταση να συγκινεί αρκετά και τα δύο ακροατήρια.
Μερικά πολιτικά σχόλια και ερωτήματα ως επίλογος.
Η δεκτικότητα των ψηφοφόρων και το ευρωπαϊκό περιβάλλον (κοινή στάση στο Ευρωκοινοβούλιο κατά Ορμπαν) ωθούν τα πολιτικά κόμματα σε χώρους κοινού συμφέροντος, άρα δυσκολεύουν την επιτυχία ακραίας πόλωσης, αμοιβαίας «εχθροποίησης».
Θα προσαρμοστεί ο πολιτικός προεκλογικός λόγος σε αυτή τη «μειωμένη ζήτηση»; Στις εκλογές συνήθως ο δημοσκοπικά δεύτερος προσπαθεί να πολώσει. Εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να προσπαθήσει να αρθρώσει κοινωνικό λαϊκιστικό λόγο, που όμως φαίνεται να ξεστρατίζει από την εποχή και τις ανάγκες των ψηφοφόρων του.
Παραμένει επίσης ζητούμενο το εάν η ΝΔ θα κινηθεί με μετριοπάθεια, κυρίως στην ταυτοτική διάσταση του λαϊκισμού που αγγίζει μετανάστες αλλά και το Μακεδονικό, εάν δηλαδή θα απέχει από την προσφορά ενός λόγου ο οποίος θα δομεί μεν ευκαιριακά μια «νέα εθνικοφροσύνη», που όμως ως κυβέρνηση θα είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστεί.
Ενα είναι βέβαιο και το μάθαμε πικρά τα τελευταία χρόνια. Εάν το κομματικό σύστημα μείνει πάλι πίσω, κρυμμένο στον διχασμό, χωρίς μεταρρυθμιστική πνοή που προϋποθέτει συναινέσεις, τότε αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή προϋποθέσεις ανάπτυξης, δεν θα προκύψουν. Στην ξηρασία του «λαϊκιστικού» αφηγήματος ευδοκιμούν οι κάθε λογής παροχές και συναλλαγές, διατηρείται η ακινησία της ισορροπίας των «συμφερόντων», οι πολιτικές όμως και οι αλλαγές πάνε περίπατο.
Το σύνολο της στατιστικής ανάλυσης και η επεξεργασία των στοιχείων σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από τον Ι. Στούμπο, στατιστικό αναλυτή και υπεύθυνο καινοτομίας της εταιρείας MRB.