Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Financial Times», o κάτοχος (από το 2013) του Νομπέλ στα Οικονομικά Eugene Fama, μας υπενθύμισε αυτό που πλείστοι όσοι δυστυχώς ξεχνούν: «(η θεωρία) πάντα δούλευε μέσα στο δείγμα, αλλά ποτέ εκτός δείγματος». Παραφράζω τον Fama ως εξής: οικονομολόγοι, πολιτικοί και διοικητές κεντρικών τραπεζών εκτιμούν ότι ο κύκλος χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει σήμερα, θα επιτρέψει στην οικονομία να «ανεβάσει» ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης χωρίς να επηρεάσει σημαντικά τον μελλοντικό πληθωρισμό. Στην πράξη όμως αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί!
Πώς λοιπόν θα επηρεάσει την οικονομία ο σημερινός κύκλος νομισματικής χαλάρωσης και για πόσο χρονικό διάστημα αυτός θα διαρκέσει;
Προτού απαντήσω στο συγκεκριμένο ερώτημα, με τις προσωπικές μου εκτιμήσεις, αντί βεβαιότητας (αφού ασπάζομαι πλήρως τους «προβληματισμούς» του Fama!), θα ήθελα να υπενθυμίσω περιεκτικά πώς φτάσαμε εδώ. Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009, και για περίπου 14 έτη (στη Μεγάλη Βρετανία και βέβαια αλλού) το επιτόκιο πολιτικής «κόλλησε» κοντά στο 0%, ταυτόχρονα μάλιστα με την εφαρμογή πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης.
Η συγκεκριμένη πολιτική συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην αγορά, από τις κεντρικές τράπεζες, κρατικών ομολόγων (πενταετούς, δεκαετούς, αλλά και μεγαλύτερης διάρκειας) προκειμένου τα κρατικά επιτόκια (αλλά και τα ιδιωτικά τα οποία έχουν μεγάλη συσχέτιση με τα κρατικά) να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα. Με τον τρόπο αυτόν κινήθηκαν ανοδικά οι (ιδιωτικές) επενδύσεις, τα καταναλωτικά δάνεια, το χρηματιστήριο (καθώς, γενικά, η απόδοση του χρηματιστηρίου αυξάνεται όταν τα επιτόκια μειώνονται), και, κατ’ επέκτασιν, το σύνολο της οικονομίας.
Από το τέλος του 2021 και μετά όμως, ελέω «τσιμπημένου» πληθωρισμού, ο οποίος «σήκωσε κεφάλι» ακόμα περισσότερο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα επιτόκια πολιτικής πήραν την ανιούσα. Από τα μέσα του 2024 και μετά όμως οι κεντρικές τράπεζες, ξεκίνησαν, με αργό και προσεκτικό τρόπο, τη μείωση των επιτοκίων πολιτικής.
Η «οικονομική λογική» υποδηλώνει ότι τα επιτόκια πολιτικής δεν θα επιστρέψουν, ούτε σύντομα αλλά ούτε και στο εγγύς μέλλον, στην περιοχή του 0%.
Για ποιον λόγο, όμως, να περιμένουμε «αυτοσυγκράτηση» των κεντρικών τραπεζών στο θέμα της μείωσης των επιτοκίων πολιτικής; Οι κεντρικές τράπεζες, αν και δύσκολα το παραδέχονται, «πιάστηκαν στον ύπνο» από τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού από τα μέσα του 2021 μέχρι και το 2023. Η βασική τους δικαιολογία συνίσταται στο ότι δεν μπόρεσαν να προβλέψουν το γεωπολιτικό ρίσκο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το οποίο οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της τιμής πετρελαίου και του φυσικού αερίου και, κατά συνέπεια, του εισαγόμενου πληθωρισμού.
Αποδεκτό, εν μέρει, το σκεπτικό των κεντρικών τραπεζών. Από την άλλη πλευρά όμως, η παρατεταμένη αύξηση της χρηματοοικονομικής ρευστότητας λόγω της αύξησης της κυκλοφορίας του χρήματος (βλέπε πολιτική νομισματικής χαλάρωσης και μηδενικά επιτόκια) συνέβαλε σε μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού.
Οπως, δε, έγραψα στους «Financial Times», στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, η αύξηση του χρήματος έφτασε στο μέγιστο του 19%(!!!) το πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ ο πληθωρισμός έφτασε στο μέγιστο του 10,7% στα τέλη του 2022. Δηλαδή, επτά τρίμηνα μετά! Λογικά λοιπόν (τουλάχιστον) μέρος της συγκεκριμένης νομισματικής επέκτασης (με ευθύνη των κεντρικών τραπεζών) λειτούργησε ως «σπίρτο» το οποίο «άναψε» πληθωριστικές «φωτιές»!
Σε κάθε περίπτωση, η αποτυχία των κεντρικών τραπεζών να προβλέψουν τις πληθωριστικές πιέσεις, και να αντιδράσουν άμεσα, με αύξηση των επιτοκίων πολιτικής, έχει ενισχύσει το συντηρητικό τους προφίλ σήμερα. Αυτό πρακτικά σημαίνει διστακτικές και μικρές μειώσεις επιτοκίων στο ορατό μέλλον προκειμένου να αποφευχθεί νέα μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού.
Βέβαια, η συντηρητική (από εδώ και στο εξής) πολιτική νομισματικής χαλάρωσης εξυπηρετεί και έναν επιπλέον σκοπό.
Το γεωπολιτικό ρίσκο (βλέπε, για παράδειγμα, τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αλλά και τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς ο οποίος ενδέχεται να κλιμακωθεί επικίνδυνα με πιθανή ανάμειξη του Ιράν) σηματοδοτεί κίνδυνο οικονομικής ύφεσης σε διεθνές επίπεδο. Πράγματι, ακαδημαϊκές μελέτες εκτιμούν ότι περαιτέρω απότομη αύξηση του γεωπολιτικού ρίσκου ενισχύει τη χρηματοοικονομική αβεβαιότητα και επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια οικονομία σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία όμως είναι ότι η αρνητική επίδραση του γεωπολιτικού ρίσκου στην παγκόσμια οικονομία είναι μέχρι και τέσσερις φορές μεγαλύτερη όταν η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη είναι χαμηλή. Κάτι που δυστυχώς συμβαίνει σήμερα, καθώς, για παράδειγμα, το ΔΝΤ εκτιμά 1,7% αύξηση του ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες το 2024 (σε σχέση με ανάπτυξη άνω του 2,5% το 2022.
Επειδή λοιπόν ο κίνδυνος, ελέω γεωπολιτικού ρίσκου, «χαμηλής οικονομικής πτήσης» παραμένει υπαρκτός, οι κεντρικές τράπεζες προτιμούν να διατηρήσουν, επί του παρόντος, τα επιτόκια πολιτικής σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Αυτό θα τους δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσουν, εάν χρειαστεί, σε μεγάλες και απότομες μειώσεις επιτοκίων προκειμένου να «εξουδετερώσουν» τον όποιο κίνδυνο ύφεσης.
Εκτός απροόπτου λοιπόν, και σε αντίθεση με το τι συνέβη από το 2008 και μετά, τα επιτόκια αναμένονται να παραμείνουν σε υψηλότερο επίπεδο από τον πληθωρισμό έτσι ώστε και το πραγματικό κόστος χρήματος να διατηρηθεί σε θετικό επίπεδο. Νέα, πλην όμως συμβατή με την οικονομική ιστορία «κανονικότητα» για όσο διαρκέσει!
Ο κύριος Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool.