Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, στοιχείο του δεκαημέρου που έχει μεσολαβήσει από την προπερασμένη Παρασκευή, οπότε και ουσιαστικά κηρύχθηκε, ατύπως μεν αλλά κηρύχθηκε, η έναρξη της προεκλογικής περιόδου, είναι ότι με βεβαιότητα πλέον αυτή θα διολισθήσει στο παρελθόν.
Και αν μεν για την κυβέρνηση αυτό ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο, καθώς στα πραγματικά προβλήματα που συνιστούν για την κοινωνία η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση και το αυτοδικαίως αθροιζόμενο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων προφανώς η απάντηση θα ήταν η καταφυγή στις βαλίτσες του Καλογρίτσα, στην τραγωδία στο Μάτι ή στα Ειδικά Δικαστήρια, για την αξιωματική αντιπολίτευση θα περίμενε κανείς διαφορετική προσέγγιση. Θετικό λόγο. Ουσιαστική κυβερνητική πρόταση. Καλύτερες μέρες. Ελπίδα και προσδοκία. Διαβεβαίωση ότι οι καταστροφικές επιλογές του 2015, η ασέβεια προς τους θεσμούς, η χρησιμοποίηση των δομών της πολιτείας για την εξουδετέρωση ή και την ηθική εξόντωση των αντιπάλων, η στα όρια της μονομανίας καταδίωξη κάθε αντίθετης φωνής στα ΜΜΕ ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Οτι τα σχεδόν τέσσερα χρόνια στην αντιπολίτευση έκαναν το κόμμα και τον αρχηγό του καλύτερους. Σοφότερους. Πιο συνειδητοποιημένους. Και πιο υπεύθυνους.
Φευ, αυτό το πρώτο δεκαήμερο, από την άτυπη, επαναλαμβάνω, έναρξη της προεκλογικής περιόδου, προοιωνίζεται εξαιρετικά δυσοίωνη συνέχεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που ξέραμε και τα όπλα που χρησιμοποιεί είναι παρόμοια με αυτά που χρησιμοποίησε για να κερδίσει τις εκλογές του 2015.
Υποστηρίζεται ότι συνταγή που κερδίζει δεν την αλλάζεις και μπορεί να έχει μια δόση αλήθειας. Αλλά αν ήδη καταφεύγεις στις προβοκάτσιες, στις αθλιότητες και στην κατασκευασμένη σε επικοινωνιακά επιτελεία φημολογία για να απειλήσεις ή να εκβιάσεις προκειμένου να πετύχεις τον σκοπό σου, ήτοι την επιστροφή στην εξουσία, γιατί ακριβώς περιμένεις να σε προτιμήσει ο πολίτης; Για το πόσο αποτελεσματικός είσαι σε αυτό; Λάθος δρόμος.
Το ερώτημα πλέον είναι αν προβοκάτσιες τύπου «εξαγορά Παύλου Χαϊκάλη» για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2014 μπορούν να έχουν αποτέλεσμα οκτώ-εννιά χρόνια μετά. ΄Η αν ο «ανένδοτος» κατά των εταιρειών δημοσκοπήσεων που δήθεν έχουν συνασπιστεί για να περιορίσουν τη φορά του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία έχει ακροατήριο.
Και αν επίσης τα «πετσωμένα» μέσα ενημέρωσης στέκονται εμπόδιο στη διάδοση και στη διασπορά του πολιτικού μηνύματος του κόμματος. Αλλά ποιο ακριβώς είναι αυτό το «μήνυμα» που θέλει να περάσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Οτι υπάρχει ένας αόρατος συνασπισμός (πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, τραπεζών, ΜΜΕ και πιθανώς ξένων δυνάμεων) ο οποίος επιδιώκει να θέσει εμπόδια στην επανάκαμψή του στην εξουσία; Μα αυτό δεν είναι μήνυμα, αυτό είναι μια ακόμη θεωρία συνωμοσίας, μια από τις τόσες που εκπονεί και εκπορεύει το περιβάλλον του κ. Τσίπρα.
Οι βαλίτσες του Καλογρίτσα είναι κατασκεύασμα της κυβέρνησης, τα SMS που αντάλλασσε ο επιχειρηματίας με τον Παππά για το ΣΥΡΙΖΑ channel είναι πλαστά, το Μάτι έγινε επειδή κάτι δορυφόροι πηγαινοέρχονταν πάνω από την περιοχή, η παρ’ ολίγον έξοδος από την Ευρώπη οφείλεται στο ότι ο Βαρουφάκης αυτονομήθηκε, η αποκάλυψη της κρουαζιέρας του αρχηγού ήταν έργο πρακτόρων – συνωμοσιολογία και των γονέων. Συνωμοσιολογία και προβοκάτσιες. Οπως αυτή με το ΠαΣοΚ τελευταία.
Ολοι αναγνωρίζουν από καιρό ότι η δημοσκοπική άνοδος του ΠαΣοΚ μετά την εκλογή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, σε συνδυασμό με την απλή αναλογική, θα καταστήσει το ΠαΣοΚ ρυθμιστή στις μετεκλογικές εξελίξεις. Πριν καν φτάσουμε στις κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να καταστήσει την πιθανότητα συνεργασίας ΠαΣοΚ – ΝΔ προϊόν εκβιασμού του αρχηγού του. Αλλά για να υπάρξει εκβιασμός, πρέπει πρωτίστως να υπάρξει υπόβαθρο. Αν όμως υπάρχει υπόβαθρο, τι πρέπει να υποθέσουν οι υπόλοιποι αν το ΠαΣοΚ συνεργαστεί εν τέλει με τον ΣΥΡΙΖΑ; Οτι ο κ. Τσίπρας, με τις τόσες πληροφορίες που διαθέτει από την ΕΥΠ και αλλού, θα έχει εκβιάσει τον κ. Ανδρουλάκη προκειμένου να τον στηρίξει;
Φυσικά δεν πρόκειται να δοθεί από πουθενά απάντηση επ’ αυτού. Πολύ απλά γιατί όλα δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα της έλλειψης πολιτικής πρότασης για τη χώρα.