Μετά από 10 χρόνια κρίσης και δύο χρόνια πανδημίας (από τα οποία δεν μάθαμε το παραμικρό), στη χώρα μας επικρατεί, ξανά, η μακάρια κανονικότητα της στασιμότητας. Στον έξω κόσμο, όμως, υπάρχει ένας οργασμός δράσης και συμβαίνουν πράγματα τα οποία πριν από 15 χρόνια δεν θα μπορούσαμε ούτε να φανταστούμε.
Η πιο προηγμένη και ισχυρή οικονομία του κόσμου, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ, εφαρμόζει μία οικονομική πολιτική που μοιάζει πολύ με τις «αναπτυξιακές πολιτικές» που ακολουθούσαν «αναπτυσσόμενες» χώρες, δεκαετίες πριν – όπως για παράδειγμα η Ελλάδα τις μεταπολεμικές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα: σκληρή δασμολογική προστασία, περιορισμοί και απαγορεύσεις στις εισαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων, προσκόμματα στην απόκτηση εγχώριων εταιρειών από ξένους ομίλους, ακόμα και προερχόμενους από συμμαχικές χώρες και – το κυριότερο – απευθείας επιδότηση από το κράτος συγκεκριμένων επενδύσεων.
Παρεμφερείς δε πολιτικές εφαρμόζουν, ή προσπαθούν να εφαρμόσουν, και όλες οι οικονομικά ισχυρές – ή οικονομικά φιλόδοξες – χώρες, από τη Γερμανία και την Ιαπωνία έως την Ινδία και τη Μαλαισία. Και φυσικά υπάρχει και η Κίνα, «υποδειγματική περίπτωση» των πολιτικών αυτού του τύπου.
Γνωρίζουμε πως στις προηγούμενες φάσεις ανάπτυξης των προηγμένων οικονομιών η ιδέα της «βιομηχανικής πολιτικής» ήταν εξοβελιστέα, στις περισσότερες από αυτές. Στη μητρόπολη της φιλοσοφίας της «ελεύθερης αγοράς», στις ΗΠΑ, ήταν εδραία η πεποίθηση πως το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αυτούς που πραγματικά θα άξιζαν να γίνουν «εθνικοί πρωταθλητές» και κάθε παρόμοια προσπάθεια θα οδηγούσε μοιραία στη σπατάλη πόρων, στην επιβράδυνση της ανάπτυξης και, επίσης, στη γενικευμένη διαφθορά.
Και ίσως, πράγματι, στις προηγηθείσες φάσεις της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας αυτή η αγγλο-σαξονική οικονομική ορθοδοξία να είχε δίκιο – όσον αφορά τις ίδιες τις ΗΠΑ κυρίως. Πλην όμως άλλες χώρες όπως η Ιαπωνία στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ή η Νότιος Κορέα και η Ταϊβάν λίγο αργότερα, εφάρμοσαν «βιομηχανική πολιτική» και επειδή μάλλον διάλεξαν σωστά τους «εθνικούς πρωταθλητές» τους, σήμερα δρέπουν τους καρπούς της ανάπτυξης. (Οπως, φυσικά, και η Κίνα.)
Εποφθαλμιώντας, λοιπόν, τα επιτεύγματά τους, αυτό που κάνουν, σήμερα, οι μεταστραφέντες νεόκοποι οπαδοί του κρατικού παρεμβατισμού, είναι μία «βιομηχανική πολιτική» νέου τύπου. Δεν προσπαθούν, δηλαδή, να επιλέξουν ή να δημιουργήσουν «εθνικούς πρωταθλητές». Κάνουν κάτι άλλο, πιο απλό: απευθύνονται στους αποδεδειγμένους «παγκόσμιους πρωταθλητές» κάθε κλάδου και τους πληρώνουν, στην κυριολεξία, για να δραστηριοποιηθούν και στη χώρα τους.
Καταβάλλουν το μεγαλύτερο ποσοστό της επένδυσης, συνοδευόμενο από ένα σωρό κίνητρα (φορολογικές απαλλαγές, παραχώρηση γηπέδων κ.λπ.), με μόνο αντάλλαγμα να δημιουργήσει ο «παγκόσμιος πρωταθλητής» ένα ή περισσότερα εργοστάσια στο έδαφός τους. Ελπίζοντας ότι η λειτουργία τους θα έχει θετικές αναπτυξιακές επιδράσεις («εξωτερικότητες») τόσο στον συγκεκριμένο κλάδο της επένδυσης όσο και στην ευρύτερη οικονομία τους.
Οι αναπτυγμένες δυτικές χώρες ακολουθούν πλέον αυτή την ενεργητική «βιομηχανική πολιτική» για δύο λόγους: πρώτον, διότι έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως ότι σήμερα οι ίδιες δεν έχουν τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουν επενδυτική δυναμική στον χώρο της βιομηχανίας. Κερδοφόρες και αποδοτικές βιομηχανικές επενδύσεις μπορούν να γίνουν πλέον (εξαιρούμενης της Κίνας που είναι ο κορυφαίος παραγωγός του κόσμου αλλά έχει αποκλειστεί για το δυτικό κεφάλαιο), σε μία σειρά λίγων χωρών όπως είναι η Νότιος Κορέα, το Βιετνάμ, η Ταϊβάν, η Μαλαισία, η Ινδία, το Μεξικό, αλλά επίσης η Τουρκία, η Βραζιλία, η Ινδονησία.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι συνειδητοποίησαν πως κινδυνεύουν να χάσουν κάθε επαφή με τη δυνατότητα παραγωγής σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής, όπως οι ημιαγωγοί, και αυτό θα μπορούσε να τους οδηγήσει σταδιακά στην πλήρη αποβιομηχάνιση.
Και ενώ η Αμερική, η Ιαπωνία και η Γερμανία δίνουν γη και ύδωρ στην TSMC, η Ιταλία στη Silicon Box (και η Ουγγαρία και η Τουρκία στην BYD) για να δημιουργήσει ένα εργοστάσιο, έστω και «ενδιάμεσης» τεχνολογίας, στο έδαφός τους, εμείς εδώ στην Ελλάδα τι κάνουμε; Απολύτως τίποτα σχετικό! Ονειρευόμαστε για πολλοστή φορά πως η ανάπτυξη θα έρθει από την Ευρώπη – μέσα από την έκθεση Draghi τη φορά αυτή!
Παρά το γεγονός ότι είμαστε, σύμφωνα με όλες τις αξιολογήσεις, η χειρότερη χώρα του δυτικού κόσμου για να κάνει κανείς επένδυση. Μία χώρα με προνεωτερικές θεσμικές λειτουργίες, χωρίς υψηλού επιπέδου ανθρώπινο κεφάλαιο και χωρίς εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, όπου δεν βρίσκεις εργαζόμενους να απασχολήσεις ούτε στις βασικές ειδικότητες της ισχνής, ούτως ή άλλως, βιομηχανίας.
Αν θέλαμε να έχουμε κάποια ελπίδα θα έπρεπε να λειτουργήσουμε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Θα έπρεπε να δημιουργήσουμε «ειδικές οικονομικές ζώνες», σαν αυτές που δημιούργησε η Κίνα το 1980 για να προσελκύσει τις πρώτες ξένες επενδύσεις και σήμερα έχουν 19 χώρες της ΕΕ, σαν την Τσεχία, την Πολωνία, τη Λετονία ή τη Λιθουανία (οι οποίες, σημειωτέον, μας «προσπέρασαν» σε κατά κεφαλήν παραγωγή, παραγωγικότητα και εισόδημα).
Στις οποίες θα έπρεπε να ισχύει ειδικό νομικό καθεστώς, υποπολλαπλάσιο του γραφειοκρατικού ελληνικού θεσμικού πλαισίου και το ελάχιστο που επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Και στις οποίες θα προσκαλούσαμε ενεργητικά – όχι περιμένοντας να έρθουν μόνοι τους, γιατί δεν θα έρθουν ποτέ – να επενδύσουν οι «παγκόσμιοι πρωταθλητές» κάθε κλάδου. Με έναν εντεταλμένο Υπουργό αποκλειστικών καθηκόντων που θα επισκέπτεται τα επιτελεία τους, ανά τον κόσμο, έχοντας ανά χείρας συγκεκριμένα σχέδια για το τι θα παράσχει η ελληνική κυβέρνηση: τα γήπεδα, καταβολή έως και 50% για τη δαπάνη της επένδυσης, φορολογική απαλλαγή για 50 χρόνια, κ.λπ. Διότι έστω και μία ή δύο τέτοιες επενδύσεις εάν έλθουν (που δεν θα είναι απλά data centers, δηλαδή τα logistics της πληροφορικής), θα συνταράξουν την «κανονικότητά» μας, ενδεχομένως προς το καλύτερο.
Οι κύριοι Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγοι.