Οταν διήνυα τα φοιτητικά μου χρόνια (επιτρέψτε στον εαυτό σας να δει τη σκηνή σαν ασπρόμαυρο φιλμ, χωρίς κινητά, ηλεκτρικά αυτοκίνητα ή Ιnternet) κάποιοι/ες συμφοιτητές/τριες επέμεναν να ακούσω ένα συγκρότημα που λεγόταν «Τρύπες». Εβαλαν, λοιπόν, μια κασέτα σε ένα κασετόφωνο (για τους νεότερους και τις νεότερες τα σχετικά λήμματα υπάρχουν σε όλα τα λεξικά), αλλά δεν μπόρεσα να ακούσω σχεδόν ούτε μια λέξη καθαρά.

Οι θορυβώδεις κιθάρες, τα δυνατά ντραμς, η κακή ποιότητα της ηχογράφησης και της αναπαραγωγής της μου στέρησαν κάθε δυνατότητα να καταλάβω οποιονδήποτε στίχο και με άφησαν με την απορία γιατί αυτό το αντεργκράουντ συγκρότημα έκανε τέτοιο γκελ στα άτομα του περιβάλλοντός μου.

Το βιβλιαράκι

Για καλή μου τύχη, έπεσε λίγο μετά στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι με ποιήματα του Γιάννη Αγγελάκα, ηγέτη του γκρουπ, και σοκαρίστηκα με την ευθύτητα, την ομορφιά και την αλήθεια των στίχων που δεν μπορούσα, για τεχνικούς λόγους, να ακούσω όταν τους τραγουδούσε.

Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια, τρία μνημόνια και μια-δυο πανδημίες μετά, τα έχει φέρει έτσι η ζωή που, οδηγώντας ή συνοδηγώντας, στο αυτοκίνητο ακούγεται συνήθως κάποιο τραγούδι του Λεξ. Με δεδομένο ότι διανύω την έκτη δεκαετία του βίου μου κι ότι σε καμία από αυτές δεν είχα καμία ιδιαίτερη επαφή με τη ραπ μουσική, τα συγκεκριμένα ακούσματα θα μπορούσαν να είναι ένα δείγμα παλιμπαιδισμού, μια διάθεση να κάτσω «εδώ με τη νεολαία», μια ένδειξη υποταγής στη «μόδα» που έχει φέρει στο προσκήνιο τον βορειοελλαδίτη καλλιτέχνη.

Θεωρώ, ελπίζω και φοβάμαι (ταυτόχρονα) ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι η συγκυρία που με γνώρισε με τον Λεξ παραπέμπει κατά κάποιον τρόπο στην αντίστοιχη γνωριμία με τις «Τρύπες». Εκεί που νόμιζα ότι δεν άκουγα κάτι (τότε ήταν τα ίδια τα τραγούδια, τώρα είναι η ραπ), ξαφνικά η συνειδητοποίηση των στίχων με μετέτρεψε σε οπαδό.

H λέξη «συνειδητοποίηση» μοιάζει να είναι η λέξη-κλειδί και για τον ίδιο τον Λεξ. Στο τελευταίο άλμπουμ του (ΓΤΚ – Για Την Κουλτούρα), που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο, μοιάζει να αναγνωρίζει ότι δεν είναι πια ο πιτσιρικάς που έγραφε ρίμες, δεν είναι ο ράπερ ανάμεσα σε άλλους ράπερ που παλεύουν ποιος θα ξεχωρίσει, δεν είναι πια ο νεαρός που ήθελε με κάποιον τρόπο να πιάσει την καλή. Ολα αυτά είναι παρελθόν.

Τα παλιά δημιουργικά κίνητρα έχουν αντικατασταθεί από νέα. Νιώθω ότι έπρεπε να πείσει τους ακροατές του πως παρότι ο ίδιος άλλαξε επίπεδο, συμπάσχει, νιώθει ακόμη όσους μάχονται στη (μετα)μνημονιακή Ελλάδα. Και το εντυπωσιακό είναι ότι το καταφέρνει. Και το καταφέρνει χωρίς να πουλάει κάποιου τύπου αμερικάνικο όνειρο, αντίθετα μοιάζει να μοιράζεται ζαρωμένες θεσσαλονικιώτικες φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας, σε κάποιες από τις οποίες περιλαμβάνονται ακόμη και ο ίδιος και η επιτυχία του. Οπως στο τραγούδι «Μοβ βροχή» και το αυτοσαρκαστικό «…στην κοπέλα στο περίπτερο σχολιάζω τη ζέστη. Καθώς μου δίνει τα τσιγάρα, μέσα της λέει «Δε γ…έσαι; Δεν έχεις πλέον το δικαίωμα να παραπονιέσαι»».

Τζούρα ρεαλισμού

Μεγαλώνοντας, είτε πιάσουμε την καλή είτε όχι, καλό είναι να ωριμάζουμε – ει δυνατόν χωρίς να σαπίσουμε. Σαν τον Λεξ, που άφησε πίσω του, για παράδειγμα, κάποιους μισογύνικους στίχους, άφησε πίσω τις συγκρίσεις με τους υπόλοιπους του σιναφιού, όχι όμως και τα ιδανικά του. Και έτσι με υπόκρουση μια «μουσική για τσόγλανους», συνεχίζει να τραγουδάει με μια γερή δόση αναστοχασμού και μια «τζούρα ρεαλισμού» για τους πεινασμένους, τους ταπεινούς και τους ταπεινωμένους: «Γιατί η νίκη τού ενός ποτέ δε θα ‘ναι αρκετή (Είναι γι’ αυτούς, για τα παιδιά έξω από τα εικοσιτετράωρα)».