Στην Ελλάδα υπάρχει ένας κοινωνικός χώρος που αγγίζει και το δεκαπέντε τοις εκατό που οι άνθρωποί του διαβάζουν τον κόσμο σαν μια ιστορία παρακμής και απειλών προορισμένων για τον ελληνισμό. Με προέλευση διαφορετικά στρώματα και όχι κατ’ ανάγκην την κατώτερη μικροαστική και λαϊκή τάξη, πολίτες και από τα ελεύθερα επαγγέλματα και τη μισθωτή εργασία, την περιφέρεια ή τις αστικές περιοχές, πιστεύουν ότι ζουν κάτω από την πιο ύπουλη δικτατορία και πως διακαής πόθος της πολιτικής ελίτ είναι η πώληση της Ελλάδας στους Εβραίους, στους Αμερικανούς, και γενικά στις δυνάμεις του σκότους. Καθ’ οδόν, και όσο εμφανίζονταν νέα φαινόμενα και πολιτισμικές μεταβολές, οι άνθρωποι αυτοί που άλλοτε δεν ψήφιζαν κάτι αληθινά «της ψυχής τους» κι άλλοτε διασκορπίζονταν σε ασθενικές επιλογές, αναγνώριζαν και καινούργιους εχθρούς στον ορίζοντα: από τους «τουρκομογγόλους», τους Μασόνους ή (κάποτε) τους αριστερούς, πέρασαν στους εν γένει απάτριδες και στους φίλους των λαθραίων. Κάποτε είχαν τους κομμουνιστές, τώρα τους νεοταξίτες φιλελεύθερους ή τα gay pride. Είναι εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας και η ιδεολογία τους δεν συνιστά απλώς έναν ακραίο συντηρητισμό ή έστω έναν δεξιό νατιβισμό. Οι εκλογές αυτές σημαδεύτηκαν από την επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας με τρία κόμματα που φιλοξενούν τη συγκεκριμένη πολιτική διάθεση. Τους εγγύτερα στον φιλο-νεοναζισμό Σπαρτιάτες, τους ρωσόφιλους συνωμοσιολόγους της Ελληνικής Λύσης και τους ευσεβείς χριστιανο-ακροδεξιούς της Νίκης που όλοι τους αντλούν ιδέες, σύμβολα και θέσεις από τον γαλαξία της δεξιάς ανορθοδοξίας.
Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της συμβατικής, κυβερνώσας Κεντροδεξιάς και αυτού του χώρου; Παραδοσιακά, μέρος της λαϊκής Δεξιάς – και ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα ή σε περιοχές όπως η Μάνη – είχε επαφές με μια παλαιότερη άκρα Δεξιά, αυτήν που αναφερόταν είτε στο φιλοβασιλικό περιθώριο είτε σε νοσταλγούς και ουρές της δικτατορίας. Μετά όμως το 2010 και ιδίως τα τελευταία χρόνια είναι αισθητή μια καταλυτική αλλαγή στον χώρο: η σεκταριστική θρησκευτική Δεξιά και πόσο μάλλον οι διάφορες εθνικοσοσιαλιστικές ομάδες και προσωπικότητες έχουν μένος κατά της Κεντροδεξιάς και όσους ενσαρκώνουν την «εκφυλισμένη» φιλελεύθερη Δεξιά της παγκοσμιοποίησης. Το ψυχικό και ιδεολογικό ρήγμα είναι μεγαλύτερο από όσο με τμήματα της παραδοσιακής Αριστεράς, παρά το ότι και στη συμβατική καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας είχε ισχυρό ρόλο μια ρητορική υπέρ της ασφάλειας, των συνόρων και της τάξης.
Ο χώρος των ανορθόδοξων και μετα-φασιστών δεν πιστεύει στον «πατριωτισμό» της συμβατικής Κεντροδεξιάς. Η στάση τους θυμίζει τα συναισθήματα τα οποία έτρεφαν οι κομμουνιστές του 1930 έναντι των σοσιαλδημοκρατών ή των τροτσκιστών: για τους κάθε λογής «Σπαρτιάτες», λοιπόν, ο μεγάλος εχθρός βρίσκεται σε εκείνους που δηλώνουν κεντροδεξιοί ή δεξιοί αλλά ακολουθούν τον Μητσοτάκη. Η απέχθεια για τη μεταλλαγμένη, προσκυνημένη και «αριστερόστροφη» Κεντροδεξιά είναι σημαντικό συναίσθημα που διέπει τον αστερισμό των υπερεθνικιστών. Αυτό νομίζω ότι αποτελεί και τη μεγαλύτερη αναλυτική και πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος πολιτεύτηκε με τη βεβαιότητα ότι η νέα Ακροδεξιά και το μητσοτακικό establishment είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτή η ανάλυση είναι τελείως άστοχη για όποιον ξέρει τις διαθέσεις και τα πολιτικά οράματα που κυκλοφορούν στη χώρα.
Το πρόβλημα λοιπόν με τα κόμματα και τους λόγους της Ακροδεξιάς δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε μεγεθύνοντας ούτε υποτιμώντας ανεπίτρεπτα το θέμα. Αν δεν απαντηθεί πολιτικά και όχι με θολό, νομικίστικο τρόπο, η πρόκληση θα βρίσκεται μαζί μας για καιρό. Διότι έχει πραγματική κοινωνική ζήτηση και ρίζες σε πραγματικά κοινά και τοπικές πραγματικότητες.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.