Η τραγική ιστορία των Τεμπών αποτελεί μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, στις οποίες τα παραδοσιακά επικοινωνιακά εργαλεία διαχείρισης πολιτικών κρίσεων απλά δεν λειτουργούν. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με το Μάτι το 2018. Ο λόγος είναι απλός: Ενώ μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης είναι πλέον αδιάφορα στην παραδοσιακή πολιτική αντιπαράθεση, δεν ισχύει το ίδιο και μπροστά σε γεγονότα που θα μπορούσαν να αφορούν ατομικά τον καθένα μας και όσους αγαπά. Ο φόβος της επιβίωσης διαπερνά την πολιτική απάθεια και αγγίζει τους πάντες.
Μπροστά σε ένα τέτοιο συμβάν, οι κραυγές περί κακόβουλων «συμφερόντων», που τάχα καταδιώκουν την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό, δεν πείθουν την κοινωνία. Μάλλον την εξοργίζουν χειρότερα, καθώς προδίδουν πέραν της ενοχής και πλήρη απουσία ενσυναίσθησης. Με την σπασμωδική αυτή αντίδραση, η πολιτική ζημιά επιτείνεται: Αντί η κυβέρνηση να σπεύσει να αγκαλιάσει και να αξιοποιήσει τη δημοσιογραφική έρευνα και να εκκινήσει η ίδια τις διαδικασίες ποινικής διερεύνησης ευθυνών πολιτικών προσώπων, εμφανίζεται να αντιδρά σαν τον αξέχαστο Ανδρέα Ντούζο στο αριστούργημα «Φωνάζει ο κλέφτης» του Δημήτρη Ψαθά.
Η κυβέρνηση είχε πολλές ευκαιρίες έως τώρα να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να επιβάλει τη διαφάνεια. Τις άφησε όλες να περάσουν ανεκμετάλλευτες, επιβεβαιώνοντας τη διάχυτη πεποίθηση ότι συμπεριφέρεται με πολιτικό κυνισμό, θέτοντας τους εσωκομματικούς της συσχετισμούς πάνω από το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας. Τον περασμένο Νοέμβριο απέρριψε τις προτάσεις ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση Επιτροπής ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης και αντ’ αυτού προέκρινε την πιο ανώδυνη εκδοχή της Εξεταστικής Επιτροπής. Στη συνέχεια, αφού η εν λόγω Επιτροπή κινήθηκε με όρους συγκάλυψης και τερματίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, η πλειοψηφία της έφερε προς ψήφιση ένα πόρισμα, που απάλλασσε από κάθε ευθύνη τον πρώην υπουργό της. Δικαίως σήμερα η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός υφίστανται τη δυσφορία της κοινωνίας, επιβεβαιώνοντας το πρώτο δίδαγμα της υπόθεσης Watergate: Η συγκάλυψη είναι πάντα χειρότερη από το ίδιο το σκάνδαλο.
Σε νομικό επίπεδο, τα Τέμπη αποκαλύπτουν τα όρια του ισχύοντος πλαισίου απόδοσης ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα, το οποίο, αντί να προστατεύει κατά τον σχεδιασμό του την πολιτική ζωή της χώρας, έχει πλέον φτάσει στο σημείο να τη δηλητηριάζει. Αυτή τη στιγμή προφανώς δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν πράξεις ή παραλείψεις πολιτικών προσώπων έχουν συμβάλει αιτιωδώς στο αξιόποινο αποτέλεσμα του δυστυχήματος. Το πρόβλημα είναι ότι με το σημερινό νομικό πλαίσιο πιθανότατα δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς η δικαστική αρχή είναι υποχρεωμένη με την παραμικρή υπόνοια να αποστείλει («αμελλητί»!) τη δικογραφία στη Βουλή, για να συναντήσει το συμπαγές τείχος της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Οπως μας έδειξε η πρόσφατη δυσώδης υπόθεση της Novartis, δεν έχει εκλείψει ακόμα η ανάγκη για ασφαλιστικές δικλίδες, που θα προστατεύουν τον δημόσιο βίο από πολιτικά υποκινούμενες διώξεις. Μακάρι κάποτε να φτάσουμε στο επίπεδο θεσμικής ωριμότητας, που θα αποκλείει κάτι τέτοιο. Ομως το σημερινό πλέγμα διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος και του Ν.3126/2003 περί ποινικής ευθύνης υπουργών έχει δυστυχώς αποτύχει και επείγει να ανασχεδιαστεί ριζικά στην επικείμενη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Ο κ. Χρήστος Απ. Κακλαμάνης είναι γενικός γραμματέας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.