Τουλάχιστον με πλάνες ας μη γελιόμαστε. Η δημογραφική κρίση – η μείωση των γεννήσεων και η γήρανση του πληθυσμού – δεν λύνεται μόνο με επιδόματα και επιπλέον γονεϊκές άδειες. Αυτό δείχνει η εμπειρία πλούσιων και ισχυρών κρατών που παρέχουν γενναιόδωρα κίνητρα και φοροαπαλλαγές αλλά οι συντελεστές γονιμότητας παραμένουν κολλημένοι σε επίπεδα που δεν αρκούν για την αναπλήρωση του πληθυσμού.
Η Νότια Κορέα διέθεσε τα τελευταία 16 χρόνια πάνω από 200 δισ. δολ. σε πολιτικές στήριξης της οικογένειας χωρίς αποτέλεσμα. Κάτι αντίστοιχο και η Σιγκαπούρη, ενώ δοκιμασμένες συνταγές, όπως η νορβηγική, που δίνει έμφαση στην ισορροπία εργασίας και προσωπικής ζωής, κρίνονται πλέον ανεπαρκείς. Το ζήτημα δεν είναι αμιγώς οικονομικό. Μπορεί οι αριθμοί να ευημερούν αλλά οι γεννήσεις να μειώνονται. Tα αίτια του φαινομένου είναι βαθύτερα, πολυσύνθετα και γι’ αυτό κατά πολλούς η κατάσταση που διαμορφώνεται είναι μη αναστρέψιμη. Εχει τις ρίζες της στις θεμελιακές αλλαγές που συντελούνται αθόρυβα και σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες στις ατομικές αξίες, τους προσωπικούς στόχους και τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Η υποχώρηση των ποσοστών γονιμότητας, σύμφωνα με τη θεωρία της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης, έχει να κάνει με τις μεταβολές σε παραδοσιακές κοινωνικές αξίες και τη μετάβαση προς τις αποκαλούμενες «αναστοχαστικές» κοινωνικές αξίες. Η προσοχή εστιάζεται πλέον στην αυτοπραγμάτωση. Οι νέοι θέτουν προτεραιότητα την εκπλήρωση προσωπικών στόχων και βάζουν σε δεύτερη μοίρα το να γίνουν γονείς.
Τα στοιχεία για τη χώρα μας είναι ενδεικτικά. Οι Ελληνίδες αποκτούν πλέον το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών. Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών, ενώ διαθέτουμε και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).
Η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού μειώνει αναπόφευκτα τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η κοινωνικοποίηση σε περιβάλλον με λίγα παιδιά αλλάζει με τη σειρά της την εικόνα της νέας γενιάς για το ιδανικό μέγεθος της οικογένειας.
Ο φαύλος αυτός κύκλος αναμένεται να συνεχιστεί με τα γνωστά αποτελέσματα. Το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μειώνεται, ενώ εκείνο του οικονομικά ανενεργού πληθυσμού αυξάνεται.
Λόγω της υπογεννητικότητας, τα δημοσιονομικά έσοδα από φόρους και εισφορές θα βαίνουν μειούμενα και οι κοινωνικές δαπάνες, όπως οι συνταξιοδοτικές παροχές, θα αυξάνονται.
Η «χρυσή εποχή της οικογένειας», με τα υψηλά ποσοστά γάμων και γεννήσεων σε σχετικά νεαρές ηλικίες και χαμηλά ποσοστά διαζυγίων παρήλθε – προφανώς ανεπιστρεπτί – τη δεκαετία του 1960. Στη νέα αυτή πραγματικότητα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις πέραν των επιδοματικών πολιτικών.