Η αντιμετώπιση των εκλογών και κατ’ επέκταση της πολιτικής πραγματικότητας στην Τουρκία στο κυρίως σώμα της δυτικής ανάλυσης υπήρξε, εν πολλοίς, μονοδρομική: η αντιπολίτευση έρχεται και μαζί της η επιστροφή στη δημοκρατία και την ελευθερία.
Ρεαλιστική εκτίμηση ή ευσεβής πόθος; Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου είναι εδώ και δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολίας για το αποτέλεσμα και του δεύτερου. Αν, λοιπόν, επανεκλεγεί ο κ. Ερντογάν, τι θα έχουμε χάσει και τι θα έχουμε κερδίσει; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αλλαγή και η ανανέωση, μετά από 20 χρόνια διακυβέρνησης, μπορεί να ήταν σημαντικές και απαραίτητες. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η προηγούμενη πολιτική κατάσταση ήταν αναγκαστικά ή ξεκάθαρα καλύτερη.
Το κεμαλικό κατεστημένο που την εκπροσωπεί και σήμερα αποτελεί τη μείζονα αντιπολίτευση συμπεριφέρεται σαν να πρόκειται για προϊόν παρθενογένεσης. Το κεμαλικό αυτό κατεστημένο, λοιπόν, στιγματίστηκε από πέντε πραξικοπήματα και χούντες. Η καθεστηκυία τάξη στην Τουρκία ήταν και είναι διατεθειμένη να ανεχθεί πραξικοπήματα και την εμπλοκή του στρατού στην πολιτική ζωή προς χάρη του πολυπόθητου ανώτατου αγαθού, του κοσμικού κράτους. Το ίδιο κεμαλικό κατεστημένο έκλεισε ή απαγόρευσε ένα σωρό πολιτικά κόμματα. Eξεδίωξε συστηματικά, επί δεκαετίες, τους (οργανωμένους) Κούρδους που τους θεωρούσε, στην καλύτερη περίπτωση, πολίτες δεύτερης κατηγορίας και στη χειρότερη τρομοκράτες. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι Κούρδοι ψήφισαν το ΑΚΡ, ακόμα και στις σεισμόπληκτες περιοχές. Γιατί το χάσμα που τους χωρίζει από το κεμαλικό κατεστημένο είναι πολύ βαθύτερο απ’ αυτό που τους χωρίζει από το κόμμα του κ. Ερντογάν.
Και βέβαια, στα καθ’ ημάς, καλό είναι να μην έχουμε αυταπάτες, καθώς ο κ. Κιλιτσντάρογλου εγκαλεί τον κ. Ερντογάν που μένει μόνο στα λόγια και δεν κάνει επιτέλους κάτι για «τη στρατιωτικοποίηση και κατοχή νησιών από την Ελλάδα». Το δε κόμμα του, το CHP, κυβερνούσε το 1974 όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο. Δυστυχώς, το σύνολο της αντιπολίτευσης έχει σοβαρά ιδεολογικά βαρίδια και εμμονές αναφορικά με την Ελλάδα και την Κύπρο. Για τον Ερντογάν ήταν πάντα απλώς μπίζνες. Και η πιο σκληρή πολιτική του για την Ελλάδα και την Κύπρο επιβλήθηκε και υπαγορεύτηκε από τον κυβερνητικό εταίρο ΜΗΡ, τους κεμαλικούς γκρίζους λύκους.
Από την άλλη πλευρά, αν εκλεγόταν – αν εκλεγεί – ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης δεν είναι βέβαιο αν θα μπορούσε να κυβερνήσει αποτελεσματικά: έξι ετερόκλητα κόμματα, χωρίς καν κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ομως, όπως όλα δείχνουν, ο κ. Ερντογάν θα επανεκλεγεί. Τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς; Ισως οι προοπτικές να είναι καλύτερες. Αυτές είναι οι τελευταίες του εκλογές. Για έναν πολιτικό που ανέκαθεν έβλεπε τα πάντα σχεδόν αποκλειστικά με όρους εσωτερικής εκλογικής διαμάχης, αυτό είναι πολύ σημαντικό και αναμένεται να του δώσει μεγαλύτερη ηρεμία και να απαλείψει την ανάγκη αντιπαράθεσης. Ταυτόχρονα, δεν φαίνεται να έχει (πια) ίδια οικονομικά κίνητρα αλλά πάντως μεγάλο ενδιαφέρον σχετικά με την υστεροφημία και την κληρονομιά του, κι αυτά μπορεί να είναι ισχυρά θετικά κίνητρα.
Από την άλλη πλευρά, στα εξωτερικά ακολούθησε μια απίστευτα ρεαλιστική και προσαρμοστική πολιτική. Οι εντάσεις πάντοτε εξυπηρετούσαν κάποιους σκοπούς. Αυτοί ίσως έχουν αλλάξει πια. Η Τουρκία χρειάζεται τη Δύση και η Δύση την Τουρκία. Ετσι, είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει ο πραγματισμός και να δούμε τη χρήσιμη για όλους επαναπροσέγγιση, με εισροή κεφαλαίων για ανοικοδόμηση, συμφωνία για εισδοχή της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, συμφωνία για τα F-16 και στη συνέχεια ευρύτερες συνεργασίες, λ.χ. ενεργειακές και άλλες.
Οσο προβληματικός ή αμφιλεγόμενος και να υπήρξε ή να είναι για τη χώρα του ο κ. Ερντογάν, πέρα από τη ρητορική και επί της ουσίας, για την Ελλάδα και την Κύπρο δεν αποτελεί τη χειρότερη εξέλιξη.
Ο κ. Χάρης Τζήμητρας είναι αναπλ. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Κυπριακού Κέντρου στο Ινστιτούτο του Οσλο για την Ειρήνη (PRIO) και Senior Fellow στο Atlantic Council της Ουάσιγκτον.