Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) αποτελεί το «κύριο δικαστικό όργανο» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η κατ’ αντιμωλίαν αρμοδιότητα του ΔΔΧ αφορά την επίλυση νομικών διαφορών μεταξύ κρατών τα οποία έχουν εκφράσει τη συναίνεσή τους προς τούτο. Η παροχή της συναίνεσης στη δικαιοδοσία του ΔΔΧ δύναται να λάβει χώρα με έναν από τους ακόλουθους τέσσερις τρόπους. Κατά πρώτο λόγο, είναι δυνατή η σύναψη μιας ad hoc ειδικής συμφωνίας (συνυποσχετικού) μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών για την υποβολή συγκεκριμένης διαφοράς τους προς επίλυση στο ΔΔΧ, ακόμα και με τη μορφή προφορικής δήλωσης.
Κατά δεύτερο λόγο, είναι επίσης δυνατή η προσφυγή στο ΔΔΧ μέσω ρήτρας υποχρεωτικής δικαιοδοσίας που περιλαμβάνεται σε διμερή ή πολυμερή συνθήκη και η οποία ρήτρα αφορά την επίλυση όσων διαφορών τυχόν ανακύπτουν από τη ερμηνεία και την εφαρμογή της εν λόγω διμερούς ή πολυμερούς συνθήκης.
Τρίτον, ενίοτε η μονομερής αποδοχή της ρήτρας υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ αναγνωρίζει ως υποχρεωτική ipso facto, και χωρίς συνυποσχετικό, τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ για την επίλυση είτε όλων των διαφορών είτε συγκεκριμένων διαφορών με οποιοδήποτε άλλο κράτος αποδέχεται την ίδια υποχρέωση, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Τέλος, είναι (σπανιότερα, ομολογουμένως) δυνατή και η θεμελίωση κατά παρέκταση αρμοδιότητας του ΔΔΧ (forum prorogatum), δηλαδή σε όσες περιπτώσεις ελλείπει μεν τίτλος δικαιοδοσίας με τους παραπάνω τρεις τρόπους, αλλά υπάρχει άτυπη έκφραση συναίνεσης για μια συγκεκριμένη διακρατική διαφορά (π.χ. μέσω της συμμετοχής στη δικαιοδοτική διαδικασία), η οποία είναι εν τούτοις εκούσια, σαφής και πέρα από κάθε αμφιβολία.
Εν όψει των ανωτέρω, η δικαιοδοτική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών από το ΔΔΧ είναι επί της αρχής πιθανότερο να επιτευχθεί μέσω συνυποσχετικού, το οποίο θα πρέπει να διαπραγματευθούν και να συνάψουν τα δύο γειτονικά κράτη, εκμεταλλευόμενα την παρούσα θετική πολιτική συγκυρία. Η σημασία του περιεχομένου του συνυποσχετικού είναι πρόδηλη, εφόσον αυτό διαμορφώνει το αντικείμενο της διαφοράς που θα υποβληθεί προς επίλυση στο ΔΔΧ. Διότι είναι δεδομένη η πάγια ελληνική θέση ότι η μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης αφ’ ης κηρυχθεί, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Εισερχόμενοι λοιπόν από τον Σεπτέμβριο σε μια φάση (προ-)διαπραγματεύσεων, η προσοχή όλων θα επικεντρωθεί εφεξής στην οριοθέτηση της διαφοράς στο συνυποσχετικό που Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να συνάψουν με στόχο τη δικαιοδοτική επίλυση από το ΔΔΧ.
Ο κ. Αναστάσιος Γουργουρίνης είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.