Παρά τις δυσοίωνες αρχικές προβλέψεις, ο κύκλος του αποπληθωρισμού που ξεκίνησε το 2022 δεν οδήγησε ούτε τις αναπτυγμένες οικονομίες αλλά ούτε και την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση. Κατά την τελευταία τριετία η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε μεν, αλλά η ανάπτυξη συνεχίστηκε έστω και με χαμηλότερους ρυθμούς τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις και προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα μειωθεί ελαφρά από το 3,3% το 2023 στο 3,2% το 2024 και αναμένεται να επανέλθει στο 3,3% το 2025.
Στις αναπτυγμένες οικονομίες ο ρυθμός μεγέθυνσης εκτιμάται ότι θα παραμείνει στάσιμος στο 1,7% το 2024 και θα αυξηθεί ελαφρά στο 1,8% το 2025. Ωστόσο αναμένεται σημαντική επιβράδυνση στις ΗΠΑ, από ρυθμό μεγέθυνσης 2,6% το 2024 στο 1,9% το 2025, και αντίστοιχα σημαντική επιτάχυνση στην ευρωζώνη, από το 0,9% το 2024 στο 1,5% το 2025.
Στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης εκτιμάται στο 4,3% τόσο για το 2024 όσο και για το 2025, με τις οικονομίες τόσο της Κίνας όσο και της Ινδίας να παρουσιάζουν επιβράδυνση, η μεν Κίνα από το 5,0% στο 4,5% η δε Ινδία από το 7,0% στο 6,5%.
Το διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να επιταχυνθεί στο 3,3% το 2024 και το 2025, μετά από στασιμότητα το 2023, κάτι το οποίο ενισχύει την παγκόσμια ανάπτυξη.
Ο διεθνής πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομίες, παρότι η πτώση του παρουσιάζει κάποια επιβράδυνση λόγω των αυξήσεων των τιμών των υπηρεσιών. Η πτώση του πληθωρισμού αναμένεται να οδηγήσει σε μειώσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, αν και οι ενδείξεις από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες είναι ότι οι μειώσεις θα είναι ιδιαίτερα προσεκτικές και σταδιακές.
Ωστόσο, οι μεσοχρόνιες προοπτικές μεγέθυνσης παραμένουν σχετικά αναιμικές, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομίες, και η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει ακόμη κερδηθεί οριστικά. Με αυτό το δεδομένο, οι αντιδράσεις τόσο της νομισματικής όσο και της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής στα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμες.
Ποιες είναι όμως οι προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας στην τρέχουσα συγκυρία.
Κατά την τελευταία εικοσιπενταετία το οικονομικό χάσμα μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ έχει δυστυχώς διευρυνθεί. Οπως αναφέρει η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι, το κατά κεφαλήν πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί από το 2000 με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό από ό,τι στην ΕΕ. Επιπλέον, η Ευρώπη έχει μείνει πολύ πίσω στην ανάπτυξη ψηφιακών τεχνολογιών, και ιδιαίτερα της τεχνητής νοημοσύνης, που θεωρούνται η βάση της μελλοντικής ανάπτυξης, ενώ αντιμετωπίζει και μεγαλύτερα προβλήματα ενεργειακής επάρκειας σε σχέση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα. Επιπλέον, σε ένα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, η Ευρώπη θα πρέπει να αυτονομηθεί σε μεγάλο βαθμό στα ζητήματα της άμυνας και της ασφάλειας μειώνοντας την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ.
Για να βελτιωθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας και να πάψει να διευρύνεται το κενό με τις ΗΠΑ δεν αρκεί η νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα. Απαιτούνται φιλόδοξες, στοχευμένες και συντονισμένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας βιομηχανικής και αμυντικής πολιτικής, όπως αυτές που προτείνει η πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα. Μεταρρυθμίσεις εστιασμένες στο να κλείσει το μεγάλο κενό με τις ΗΠΑ και την Κίνα στις ψηφιακές τεχνολογίες, εστιασμένες στην πράσινη μετάβαση, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια με τη μείωση των εξαρτήσεων από τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν θα είναι χωρίς κόστος. Απαιτείται για αρκετά χρόνια μία αύξηση των επενδύσεων της τάξης του 5% του ΑΕΠ ετησίως, υπερδιπλάσια από τους πόρους που διατέθηκαν στην Ευρώπη κατά την περίοδο του σχεδίου Μάρσαλ.
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο κρίσιμη για την ελληνική οικονομία. Η οικονομική καταστροφή που επήλθε κατά την περίοδο των μνημονίων δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί, και, παρά το ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται τα τελευταία λίγα χρόνια με ταχύτερους ρυθμούς από την υπόλοιπη ΕΕ, το κενό που πρέπει να καλυφθεί είναι τεράστιο. Επιπλέον, ο πληθυσμός στην Ελλάδα μειώνεται πλέον με ταχείς ρυθμούς και το επενδυτικό και τεχνολογικό χάσμα διευρύνεται.
Συμπερασματικά, ούτε στην ΕΕ αλλά ούτε και στην Ελλάδα υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Απαιτείται εγρήγορση και έμφαση σε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα συμβάλουν στην επιτάχυνση των ρυθμών αύξησης της τεχνικής προόδου και της παραγωγικότητας, στην αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και στην αυξημένη επιμόρφωση των εργαζομένων, στην αύξηση της συμμετοχής των νέων και των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, χωρίς βεβαίως να θιγεί το κοινωνικό κράτος και να διαταραχθεί η δημοσιονομική και νομισματική πειθαρχία. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθεί η αυτονομία της Ευρώπης στα ζητήματα ασφάλειας και να μειωθεί η εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να επιδιωχθούν τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Για την Ελλάδα, έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία να θέσει ρεαλιστικές προτεραιότητες αναφορικά με τη μεταστροφή του παραγωγικού της υποδείγματος προς τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις ψηφιακές τεχνολογίες, ώστε να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που θα ανακύψουν από τις γενικότερες μεταρρυθμίσεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ο κύριος Γιώργος Αλογοσκούφης είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.