Το να προσπαθεί κάποιος να εκτιμήσει την πολιτική επίδραση μιας εθνικής τραγωδίας, τη στιγμή μάλλον που δεν γνωρίζουμε καν το πραγματικό της μέγεθος, είναι εκτός από ψυχρό, παρακινδυνευμένο και δύσκολο.
Καμία τραγωδία δεν είναι ίδια και κανένα ιστορικό προηγούμενο δεν αποτυπώνει ένα τυποποιημένο μοτίβο αντίδρασης της κοινής γνώμης, το οποίο θα αποκρυσταλλώνεται στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών.
Κατ’ αρχάς όσο κυνικό κι αν ακούγεται, αυτό που έχει μεγαλύτερη επίδραση στις πολιτικές προσλαμβάνουσες των πολιτών δεν είναι το ίδιο το γεγονός αλλά η πολιτική και συναισθηματική του διαχείριση από την ηγεσία. Ο τρόπος, το ύφος και το περιεχόμενο των ενεργειών που ακολουθούν ένα τρομακτικό γεγονός είναι αυτό που αποτυπώνεται στη συλλογική πολιτική μνήμη και μπορεί είτε να καταστρέψει πολιτικές διαδρομές ετών είτε να αναδείξει τις αρετές του πολιτικού προσωπικού που καλείται να τις διαχειριστεί.
Πολιτική συνταγή αντιμετώπισης εθνικών τραγωδιών δεν υπάρχει και όσοι ανατρέχουν σε εγχειρίδια διαχείρισης κρίσεων το μόνο που κάνουν είναι να αποδεικνύουν την απόσταση που τους χωρίζει από την κοινωνική ενσυναίσθηση και τις βασικές ουμανιστικές αξίες που απαιτούνται για οποιονδήποτε εμπλέκεται στον πολιτικό στίβο.
Η διαχείριση τέτοιου μεγέθους γεγονότων προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλής συναισθηματικής ευφυΐας που ευτυχώς ή δυστυχώς δεν υπάρχει σε κάποιο textbook, δεν διδάσκεται και δεν μεταφέρεται ως γνώση από τους επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας.
Απαιτεί εις βάθος αναλυτική και κριτική ικανότητα, σθένος, επίγνωση του ρόλου και των ευθυνών, καθώς και τη δυνατότητα του πολιτικού ηγέτη να προχωρά σε ειλικρινή και γενναία αυτοκριτική προσέγγιση.
Εως και την περασμένη δεκαετία η βασική επικοινωνιακή αρχή ήθελε τα πολιτικά πρόσωπα να είναι εντελώς αποστασιοποιημένα από τον τόπο των γεγονότων, έτσι ώστε να μην αποτυπώνεται σε φωτογραφικό και βιντεοληπτικό υλικό που μπορεί να δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς που θα ακολουθούν το πρόσωπο στην πολιτική του διαδρομή.
Τα τελευταία χρόνια, τόσο εσωτερικά όσο και σε διεθνές επίπεδο η παραπάνω τακτική έχει εγκαταλειφθεί και έχει αντικατασταθεί από μια πιο ανθρωπιστική προσέγγιση που θέλει την πολιτική ηγεσία φυσικά παρούσα στο γεγονός, με συναισθηματική εμπλοκή και ειλικρινή διάθεση κατανόησης του μεγέθους και της διάστασης του συμβάντος.
Η άμεση παραίτηση του υπουργού Μεταφορών λίγες ώρες μετά το τραγικό συμβάν, αν και θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό αυτονόητη, αντιμετωπίστηκε μάλλον θετικά και ήταν ένα πρώτο δείγμα ότι η πολιτική ηγεσία δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της καταστροφής και το βάρος της ευθύνης.
Στις καταστροφικές πυρκαγιές της Ηλείας το 2007 και στο Μάτι το 2018 η αρχική αντιμετώπιση των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών υπήρξε διαφορετική, καθώς απουσίαζε η ανάληψη της αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης.
Στις εκλογές του 2007 η τότε κυβέρνηση Καραμανλή επανεξελέγη και δεν πλήρωσε το πολιτικό κόστος των καταστροφικών πυρκαγιών, ενώ για την κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα η αντίστροφη πορεία είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν και δεν μπορεί κάποιος εύκολα να ισχυριστεί ότι η τραγωδία στο Μάτι αλλά και προηγουμένως στη Μάνδρα Αττικής υπήρξαν τα σημεία καμπής που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της ΝΔ. Ως έναν βαθμό ενίσχυσαν το έλλειμμα αξιοπιστίας των πολιτών για τη διαχειριστική επάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύσκολο, ωστόσο, να αποτιμηθεί ο ρόλος τους ως μεμονωμένων γεγονότων στην τελική εκλογική έκβαση.
Η αλήθεια είναι ότι στο πολιτικό τοπίο τίποτε δεν είναι ίδιο μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Η οποιαδήποτε συζήτηση κυριαρχούσε το προηγούμενο διάστημα στην πολιτική ατζέντα υποχώρησε και όλα πλέον περιστρέφονται γύρω από την εθνική τραγωδία και τις προεκτάσεις της.
Η προεκλογική περίοδος ξεκινά από μια καινούργια βάση, στην οποία το πολιτικό σύστημα πρέπει να επανατοποθετηθεί και οι πολίτες να επαναξιολογήσουν τις προτεραιότητές τους.
Ο κ. Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών GPO.