Στις 31 Αυγούστου 2024, ο Ευάγγελος Βενιζέλος ολοκλήρωσε, τυπικά και μόνον, την ενεργή του υπηρεσιακά παρουσία στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, της «alma mater studiorum» του, όπως την αποκαλεί.
Εισήχθη σε αυτήν το 1974, τη στιγμή της εν στενή εννοία Μεταπολίτευσης, στην πρώτη «σειρά» φοιτητών και φοιτητριών και συμμετείχε στο δημοκρατικό και δυναμικό φοιτητικό κίνημα που αγωνιζόταν για την αποχουντοποίηση και τον εκδημοκρατισμό του Πανεπιστημίου, υπηρετώντας και από θέσεις ευθύνης, ως μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Φοιτητικής Ενωσης του ΑΠΘ αλλά και της ΕΦΕΕ.
Μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι αναγορεύεται διδάκτωρ της Νομικής ΑΠΘ και εκλέγεται υφηγητής σε αυτήν το 1984. Υπηρετεί σε όλες τις βαθμίδες, διατελεί μέλος και της Νομικής Επιτροπής του Πανεπιστημίου (1983-1989), και, το 1991, εκλέγεται τακτικός Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου.
Η ομόφωνη και πανηγυρική εκλογή του στηρίχθηκε στο πολύ πλούσιο επιστημονικό έργο του, κυρίως όμως στο κλασικό πια και αξεπέραστο στο συγκεκριμένο θεματικό πεδίο έργο του για το γενικό συμφέρον και τους περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Έκτοτε, αναγνωρίζεται ως Δάσκαλος – ίσως ο πιο επιδραστικός – διαδοχικών γενεών στον χώρο της νομικής θεωρίας και της πράξης, δικηγόρων, δικαστών και πανεπιστημιακών, που τον ξεχώρισαν και τον ξεχωρίζουν για το επιστημονικό του έργο, τη διεισδυτική νομική σκέψη, τη μεταδοτικότητά του, τη σοφία του.
Η διδασκαλία του, πολύ υψηλού επιπέδου, απαιτητική διανοητικά, προϋποθέτει συγκέντρωση, γνώση και ευφυΐα, γι’ αυτό είναι και τόσο απολαυστική, καθώς συνενώνει το θεωρητικό βάθος και την πρωτοτυπία με την πρακτική χρησιμότητα και την πολιτική ματιά.
Μετά την εκλογή του στη Βουλή, το 1993, τίθεται σε αναστολή καθηκόντων, για να επιστρέψει 26 χρόνια αργότερα. Βεβαίως, όλα αυτά τα χρόνια, παρότι στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής, παρέμενε επιστημονικά ενεργός, διατηρώντας ένα υψηλότατο επίπεδο επιστημονικού έργου λόγω της μοναδικής του ευφυΐας και της αδιάλειπτης παρακολούθησης της ελληνικής και διεθνούς επιστημονικής συζήτησης και νομολογίας.
Συνέβαλε, και με τον τρόπο αυτόν, στην εξέλιξη του συνταγματικού δικαίου, καθώς και με το νομοθετικό του έργο, και ιδίως με την κρίσιμη για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της χώρας αναθεώρηση του 2001, της οποίας υπήρξε ο βασικός εμπνευστής και αρχιτέκτονας.
Η επιστροφή του στην ενεργό πανεπιστημιακή υπηρεσία το 2019 – παρότι κόστισε στη χώρα δυσανάλογα – ήταν ένα ανέλπιστο δώρο για τη Νομική Σχολή, τη θεσμική της λειτουργία, και πολύ περισσότερο για τους φοιτητές και φοιτήτριες των μεταπτυχιακών σπουδών στο δημόσιο δίκαιο, που απόλαυσαν και επωφελήθηκαν από τη διδασκαλία του.
Επωφεληθήκαμε όμως και όλοι/ες εμείς που ασχολούμαστε με αυτό, και ξαναγίναμε μαθητές και μαθήτριές του. Τα διαδικτυακά σεμινάρια συνταγματικού δικαίου που οργανώνει αποτελούν πλέον τον τόπο του υψηλότερου επιπέδου συζητήσεων στον κλάδο και μας έχει υποσχεθεί ότι θα τα συνεχίσει.
Ο Βενιζέλος σε αυτή τη «μεταπολιτική», όπως την ονομάζει, φάση του, ολοκλήρωσε τη «φιλελεύθερη στροφή» του, ως παραπληρωματική της σταθερής του πίστης στη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, αν και πράγματι η μέριμνά του για τα δικαιώματα είχε ήδη αποτυπωθεί – με την εισαγωγή στο Σύνταγμα νέων δικαιωμάτων και την ενίσχυση των κλασικών – κατά την αναθεώρηση του 2001.
Σε αυτή τη «μετά-την-πολιτική» ώριμη περίοδό του, όταν ξανάπιασε συστηματικά το νήμα της διδασκαλίας, φέρει και προσφέρει πια όλη τη γνώση της εν ευρεία εννοία Μεταπολίτευσης, των ιστορικών γεγονότων και των πρωταγωνιστών της, των συνταγματικών εξελίξεων, των δογματικών διαφωνιών και του πολιτικού και πρακτικού τους αντίκτυπου.
Η ιστορία ενσώματη, στην αλάνθαστη μνήμη του. Ένα σπάνιο δείγμα προοδευτικού κοινωνικού επιστήμονα, διακόνου του συνταγματικού δικαίου, ως νομικού κλάδου βαθιά πολιτικού, με μοναδική ευφυΐα και ευρύτατη γνώση στην ιστορία, τις διεθνείς σχέσεις, τη γεωπολιτική, την οικονομία, αλλά και τον πολιτισμό, που τον καθιστούν έναν αναντικατάστατο Δάσκαλο.
Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.