Η αδύναμη αναπτυξιακή δυναμική της Ευρώπης, την τελευταία δεκαετία, έναντι των αναπτυγμένων οικονομιών της υφηλίου, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, συνιστά μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην παγκόσμια γεωοικονομική σκακιέρα. Το χρόνιο και δομικό αυτό πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας επιδεινώθηκε στις πρόσφατες κρίσεις, και κυρίως μετά την ενεργειακή κρίση του 2022, με πολυδιάστατες επιπτώσεις σε κομβικούς τομείς.

Στον βραχύ χρονικό ορίζοντα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη είναι τα υψηλά επιτόκια. Η ευρωπαϊκή οικονομία, παρά την ανθεκτικότητα που επέδειξε τα δύο προηγούμενα έτη, δεν αντέχει, πλέον, την αυστηρή νομισματική πολιτική.

Η οικονομία έχει υποστεί, ήδη, το βάρος των αυστηρών χρηματοπιστωτικών συνθηκών που οδήγησαν έτι περαιτέρω σε εξασθένηση της δυναμικής της. Στην τρέχουσα φάση, συντρέχουν δύο λόγοι που δικαιολογούν την αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), άρα και την επιστροφή σε έναν πιο υγιή ρυθμό ανάπτυξης: η σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε συνδυασμό με τη βραδύτερη αύξηση των μισθών. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,2% τον Αύγουστο, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών από την κορύφωσή του τον Οκτώβριο του 2022 (10,6%).

Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, οι μισθοί που συνδέονται με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 αυξήθηκαν κατά 3,6% σε ετήσια βάση στην ευρωζώνη. Οι αυξήσεις αυτές ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στο πρώτο τρίμηνο. Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, καθώς εξαλείφεται σχεδόν ο κίνδυνος μίας σπειροειδούς αύξησης μισθών-τιμών.

Ωστόσο, υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τον ρυθμό περικοπής των επιτοκίων και συνδέονται κυρίως με τις εν εξελίξει γεωπολιτικές αναταραχές στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τόσο τις διεθνείς τιμές πετρελαίου όσο και τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, προκαλώντας διαταραχές και κατ’ επέκταση αναθέρμανση των πληθωριστικών πιέσεων.

Εκτός των ανωτέρω ζητημάτων, δηλαδή της νομισματικής πολιτικής και των γεωοικονομικών αναταραχών, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει και ορισμένα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα. Πρώτον, τη χαμηλότερη παραγωγικότητα συγκριτικά με τις ΗΠΑ, κυρίως εξαιτίας της καθυστέρησης στην υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και την αυστηρότερη νομοθεσία που διέπει την προώθηση της καινοτομίας. Δεύτερον, την κρίση του γερμανικού παραγωγικού υποδείγματος των τελευταίων δεκαετιών.

Η μέχρι πρότινος μεγάλη εξάρτηση της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας από το φθηνό φυσικό αέριο της Ρωσίας οδήγησε στη ραγδαία αύξηση των τιμών ενέργειας μετά τη διακοπή προμήθειάς του και την εισαγωγή ακριβότερου υγροποιημένου φυσικού αερίου από άλλες περιοχές. Επιπλέον, η Ευρώπη υστερεί ακόμα σε υποδομές στον κλάδο της ενέργειας, παρά τις επενδύσεις των τελευταίων ετών. Τρίτον, την τεχνολογική υστέρηση, κυρίως, σε ηλεκτροκίνητα οχήματα και ημιαγωγούς έναντι της Κίνας.

Συνεπώς, σε μακροχρόνιο ορίζοντα, η Ευρώπη χρειάζεται να επισπεύσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετωπίζουν αυτά τα χρόνια προβλήματα, όπως η προώθηση της καινοτομίας, η μετάβαση στην κυκλική οικονομία και η μείωση των τιμών της ενέργειας, και φυσικά η προσαρμογή στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό, με παράλληλη μείωση της εξάρτησης σε επίπεδο ενεργειακής ασφάλειας και οικονομίας.

Η υιοθέτηση της υψηλής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης αποτελούν επίσης αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναπτυξιακή προοπτική της Ευρώπης. Θα πρέπει να σχεδιαστούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που να εξασφαλίζουν ότι η υψηλή καινοτομία που παράγεται στις ευρωπαϊκές χώρες θα συνδέεται με την πραγματική οικονομία. Επίσης, θα πρέπει να δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα παραμονής των επιχειρήσεων υψηλής καινοτομίας στην Ευρώπη, αφού παρατηρούνται φαινόμενα «μετανάστευσης» εξαιτίας των υψηλότερων επιδοτήσεων σε άλλες χώρες και των λιγότερο αυστηρών κλιματικών στόχων.

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα με τις δράσεις τους έχουν ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία τους, ενώ προσελκύουν συνεχώς ξένες επιχειρήσεις. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία, ελλείψει ενός ενιαίου πλαισίου, παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και αδυνατεί να ακολουθήσει τον ρυθμό βιομηχανικής ανάπτυξης των ΗΠΑ και της Κίνας. Τα σημαντικά επενδυτικά κίνητρα στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την αισθητή διαφορά ενεργειακού κόστους και τη λιγότερη γραφειοκρατία συγκριτικά με την Ευρώπη, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες προσέλκυσης ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος αποβιομηχάνισης.

Σήμερα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με κατά πολύ υψηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με τις ΗΠΑ, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Συνεπώς, η πράσινη ενέργεια και η κυκλική οικονομία, ανεξάρτητα από το κόστος της μετάβασης, αποτελούν «ευκαιρία» για την Ευρώπη.

Η αλλαγή της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής είναι επιβεβλημένη για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιπρόσθετες επενδύσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με την έκθεση Draghi, υπολογίζονται σε 750 με 800 δισ. ευρώ ετησίως. Μέρος των επενδύσεων αυτών αναμένεται να καλυφθεί από εθνικά και ευρωπαϊκά κονδύλια, καθώς και ιδιωτικά κεφάλαια. Παράλληλα, θα χρειαστούν νέες πηγές χρηματοδότησης, όπως ο κοινός δανεισμός.

Στο πλαίσιο του σημερινού γεωπολιτικού περιβάλλοντος, η Ευρώπη θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία εμπορικής πολιτικής, ώστε να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να καλυφθεί το χάσμα με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Συνεπώς, απαιτούνται ακόμη ισχυρότερες δράσεις, με συντονισμό των πολιτικών, για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.

Ο κύριος Παναγιώτης Καπόπουλος είναι Chief Economist της Alpha Bank.