Την ερχόμενη Τρίτη στην Ουάσιγκτον θα πραγματοποιηθεί η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, η οποία δεν θέλει και πολλή σκέψη για να γίνει αντιληπτό ότι με τα γνωστά πολεμικά μέτωπα ανοικτά και τις σχέσεις με τη Ρωσία να βρίσκονται στο ναδίρ θα έχει αυτή φορά μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς θα πρέπει να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις. Ωστόσο το καίριο ερώτημα τώρα είναι ποιοι θα είναι εκείνοι που θα λάβουν τις αποφάσεις αυτές και πόσο προετοιμασμένοι θα είναι για κάτι τέτοιο.
Διότι, αν δεν το έχετε ήδη αντιληφθεί, το πολιτικό σκηνικό από την περασμένη εβδομάδα έχει αλλάξει δραματικά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Με τις εκλογές στη Γαλλία και στη Βρετανία, αλλά και με τη γνωστή ιστορία για το τι θα συμβεί τελικά με τον Μπάιντεν, μετά το φιάσκο της περιώνυμης τηλεμαχίας. Καθώς και με το ποια θα είναι τελικά η πορεία της ΕΕ μετά την ανάληψη της προεδρίας για αυτό το εξάμηνο από τον ακροδεξιό εθνικολαϊκιστή ηγέτη της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν.
Και για τη μεν Γαλλία το σκηνικό θα ξεκαθαρίσει ίσως σήμερα, στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών. Αν φυσικά προκύψει κάποια κυβερνητική πλειοψηφία, είτε από την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν είτε από μια κεντροαριστερή συμμαχία, που αποτελεί και τον στόχο του Μακρόν. Και τα δύο όμως αυτά είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν, παρά τις διάφορες μανούβρες με την απόσυρση υποψηφίων και την προσδοκία να μην ενισχυθεί έτσι η ψήφος προς την Εθνική Συσπείρωση. Το πιθανότερο είναι λοιπόν να προκύψει ακυβερνησία με το ενδεχόμενο να συγκροτηθεί ίσως κάποια κυβέρνηση τεχνοκρατών και πάντως με τον Μακρόν να έχει να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο προσωπικό πρόβλημα.
Και είναι αυτός που θα εκπροσωπήσει τη Γαλλία μεθαύριο στο ΝΑΤΟ. Σε αντίθεση βέβαια με τη Βρετανία, η οποία μετά τα τεράστια προβλήματα που προκάλεσε το περιώνυμο Brexit εξέλεξε με μεγάλη πλειοψηφία το Εργατικό Κόμμα, ο αρχηγός του οποίου εμφανίζεται αποφασισμένος να επαναλάβει τις διακοπείσες διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για την άρση των ανυπέρβλητων εμποδίων σε όλους τους τομείς που έχουν εμφανιστεί στις ευρωβρετανικές σχέσεις.
Και μένει βέβαια το ερώτημα για το τι θα συμβεί τελικά με τον Μπάιντεν στις ΗΠΑ, ο οποίος συνεχώς πέφτει στις δημοσκοπήσεις και πιέζεται τώρα από όλες τις πλευρές να παραιτηθεί. Ο ίδιος πάντως εξακολουθεί (τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονταν οι γραμμές αυτές) να επιμένει ότι θα συνεχίσει τον προεκλογικό αγώνα. Να δούμε όμως για πόσο ακόμη. Ενώ ο Τραμπ έχει αποθρασυνθεί εντελώς, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν επιτρέπεται να διωχθεί ποινικά για τις επίσημες ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.
Πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι δίκες που αντιμετωπίζει θα καθυστερήσουν έως ότου κριθεί ποιες ενέργειες από αυτές που κατηγορείται είναι επίσημες ή όχι. Ζήσε, Μάη μου, δηλαδή, με το πιθανότερο οι εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις να εκδοθούν μετά τις προεδρικές εκλογές, οπότε αν έχει εκλεγεί ο Τραμπ και καταδικαστεί τελικά να αμνηστεύσει τον εαυτό του! Και όλα αυτά επειδή (στο σύνολο των εννέα δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου) οι έξι που αποτελούν την πλειοψηφία έχουν διοριστεί από Ρεπουμπλικανούς προέδρους, εκ των οποίων οι τρεις από τον ίδιο τον Τραμπ. Αλλά δυστυχώς αυτά συμβαίνουν στη θεωρούμενη μεγαλύτερη δημοκρατική χώρα στον πλανήτη.