Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος εξελίσσεται δυναμικά, αναδεικνύοντας καθημερινά νέες απειλές και νέα διλήμματα. Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής οι εκπλήξεις άλλωστε περισσεύουν. Ουδείς, κατ’ αρχάς, ανέμενε την ένταση και το βάθος της ουκρανικής αντίστασης.
Η παλλαϊκή άμυνα που απέδωσε ο ουκρανικός λαός απέναντι σε μια μεγάλη στρατιά ήταν απρόσμενη, θα μείνει, χωρίς αμφιβολία, στην Ιστορία. Επειτα από έναν μήνα επιχειρήσεων ο ρωσικός στρατός δεν μετράει σημαντικά εδαφικά αποτελέσματα στα πεδία των μαχών, παρά απροσμέτρητες απώλειες και μαζί πάμπολλα θύματα μεταξύ των αμάχων και καταστροφές ανείπωτες σε πόλεις, χωριά και υποδομές. Το χειρότερο είναι ότι μπρος στα αδιέξοδα του πολέμου η Μόσχα έβαλε στο τραπέζι τα πυρηνικά όπλα, επιδεικνύοντας μάλιστα υπερηχητικά όπλα, ικανά να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Συνόδευσε μάλιστα την επίδειξή τους με δηλώσεις ότι μπορεί να τα χρησιμοποιήσει αν θεωρήσει ότι αντιμετωπίζει υπαρξιακού τύπου απειλή. Περνώντας μάλιστα οι μέρες, ο προπαγανδιστικός της μηχανισμός άρχισε να αξιολογεί ως τέτοια απειλή την επιβολή οικονομικών κυρώσεων από την πλευρά της Δύσης. Εσχάτως δε επιχείρησε να ανατρέψει το βάρος των κυρώσεων απαιτώντας πληρωμές σε ρούβλια από τις «εχθρικές» χώρες για τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου που πραγματοποιούν. Με την απαίτησή της αυτή, κατά παράβαση των συμβολαίων προμήθειας ενεργειακών αγαθών, η ρωσική ηγεσία επιδιώκει να ενισχύσει το πληττόμενο ρωσικό νόμισμα και μαζί να εξαναγκάσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε συναλλαγές με το αποκλεισμένο από τη διεθνή οικονομία ρωσικό πιστωτικό σύστημα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.