Με το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος επιφυλάσσεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο ως προς την επιλογή των προέδρων και αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 59 παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 4938/2022). Πάγιο και διαχρονικό ωστόσο αίτημα του νομικού κόσμου είναι η πλήρης ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η οποία αυτονοήτως θα πρέπει να τεκμαίρεται πρωτίστως για την ηγεσία της.
Το αίτημα αυτό, το οποίο αφορά εν τέλει την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα μας, τυπικά μέχρι σήμερα προσκρούει στην ως άνω συνταγματική διάταξη και ουσιαστικά στην απροθυμία του πολιτικού συστήματος να κοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και Δικαιοσύνης.
Θετική εξαίρεση στα μέχρι σήμερα ισχύοντα υπήρξε η πρόσφατα ψηφισθείσα διάταξη του άρθρου 27 του Ν. 5123/2024, με την οποία τροποποιήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 59 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων.
Με τη διάταξη αυτή προβλέφθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα να συμμετέχει το δικαστικό σώμα στην επιλογή της ηγεσίας του, συμμορφούμενη έτσι η χώρα μας και σε σχετικές συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου. Ειδικότερα, παρέχεται πλέον η δυνατότητα στην ολομέλεια των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να διατυπώνει γνώμη για την επιλογή της κάθε ηγεσίας, μέσω μυστικής ψηφοφορίας, όπου θα δίνεται η δυνατότητα επιλογής περισσοτέρων του ενός συναδέλφων τους, μεταξύ εκείνων που έχουν τα νόμιμα προσόντα.
Το πρακτικό με τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας θα διαβιβάζεται εν συνεχεία στον υπουργό Δικαιοσύνης και θα περιλαμβάνεται στην εισήγηση του υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται απλά και μόνο για πρόταση («γνώμη») του δικαστικού σώματος προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ουδόλως δεσμεύεται από αυτή, δεδομένου και του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανωτέρω ρύθμιση είναι στη σωστή κατεύθυνση, βελτιώνοντας το ισχύον μέχρι τώρα θεσμικό πλαίσιο. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς εύλογα: τι θα συμβεί την πρώτη φορά που το Υπουργικό Συμβούλιο θα κάνει επιλογές – ως θα έχει δικαίωμα – που θα βρίσκονται εκτός των αποτελεσμάτων ψηφοφορίας του δικαστικού σώματος, τα οποία κατά τεκμήριο θα συμπεριλαμβάνουν τους ικανότερους; Εστω τους πλέον αποδεκτούς.
Ασφαλώς τα μηνύματα που θα εκπέμψει ενδεχόμενη τέτοια επιλογή θα είναι νεφελώδη, ρίχνοντας ίσως μεγαλύτερες σκιές στο τεκμήριο της ανεξαρτησίας από ό,τι με το προϊσχύον καθεστώς. Για τον λόγο αυτόν, το ορθό πράγματι βήμα που έγινε με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να ολοκληρωθεί και να δείξει τον δρόμο στο πλαίσιο της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, ώστε να περιοριστεί δραστικά η διακριτική ευχέρεια που σήμερα προνομιακά έχει η εκτελεστική εξουσία. Η εμπιστοσύνη στην ηγεσία της Δικαιοσύνης για έναν λαό που πιστεύει ότι «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» πρέπει να είναι βασικό πρόταγμα και στόχος του πολιτικού μας συστήματος.
Ο κύριος Δημήτρης Αναστασόπουλος, είναι μέλος Συμβουλίου ΔΣΑ.