Οποτε προκύπτει κάποια είδηση που αφορά νέο τραγικό περιστατικό γυναικοκτονίας ή κακοποίησης γυναικών, οι περισσότεροι άντρες επιδιδόμαστε σε μια πλειοδοσία για το ποιος θα φανεί πιο σωστός, πιο υποστηρικτικός, πιο μέσα στην εποχή του, πιο «εγώ ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο». Είναι γοητευτικό να τοποθετούμε μόνοι μας τους εαυτούς μας στη μεριά του καλού και να αναγνωρίζουμε τα δικαιώματα των γυναικών, λες και εμείς είμαστε κάτι ανώτερο που μοιράζει το δίκιο και χαρίζει προνόμια σε άλλους ανθρώπους. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις θυμίζει φιλανθρωπία και αυτό είναι μια πλευρά όχι και τόσο φωτεινή.
Αφήνω στην άκρη το «εγώ ποτέ» γιατί δεν υπάρχει «ποτέ» για κανέναν και τα γυρίσματα του μυαλού δεν τα προλαβαίνεις ούτε με τη μόρφωση ούτε με την καλλιέργεια ούτε με την ενσυναίσθηση, όπως θεωρούν πολλοί. Οι αστάθμητοι παράγοντες για κάποιον λόγο λέγονται αστάθμητοι.
Υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα που δεν έχει νόημα να την αποσιωπούμε και είναι ένας απάλευτος νόμος της φύσης. Οι άντρες μπορούμε να σκοτώσουμε μια γυναίκα με τα χέρια μας μόνο. Αυτό είναι πολύ δύσκολο – έως αδύνατον – να το ξεχάσει οριστικά μια γυναίκα ακόμη κι αν θεωρεί πως έχει δίπλα της τον καλύτερο άνθρωπο του κόσμου. Ο φόβος που μπορεί να σε παραλύσει δεν είναι ένα ορμητικό ποτάμι, αλλά πολλές φορές συσσωρεύεται μέρα-μέρα, ώρα-ώρα από σταγόνες που στάζουν από χαλασμένη βρύση.
Και επειδή τη διαφορετική ρώμη που μας έχει δώσει η φύση δεν γίνεται να την αλλάξεις, ο μόνος δρόμος είναι να πλησιάσουμε όσο περισσότερο γίνεται να τις πείσουμε για το «εγώ ποτέ» εν γνώσει μας πως ποτέ δεν θα καταφέρουμε το απόλυτο.
Αυτό ακούγεται εξόχως φιλοσοφικό, αλλά έχει και απλές καθημερινές εφαρμογές. Ολοι μας έχουμε διακρίνει αν όχι τον φόβο, σίγουρα ένα σφίξιμο και μια επαγρύπνηση στις κινήσεις και στο πρόσωπο μιας γυναίκας όταν πλησιάζουμε από αντίθετες κατευθύνσεις σε έναν απόμερο δρόμο βραδινή ώρα. Δεν ξέρω αν η λύση είναι να αλλάζουμε πεζοδρόμιο, αυτό θα κανονικοποιούσε την απειλή. Ενα χαμόγελο ίσως να βοηθούσε, αλλά και αυτό έχει γίνει επιλήψιμο. Ας βρούμε δηλαδή πρώτα τους τρόπους να σβήνουμε τον φόβο από τα μάτια τους σε μια απλή συναναστροφή και μετά πάμε για τη μεγάλη εικόνα.
Ομως, επανερχόμενος στην αρχή του κειμένου, δεν είναι ελεημοσύνη να είμαστε καλοί, γιατί, αν το δούμε έτσι, αν έχουμε στο μυαλό μας πως οι γυναίκες εξαρτώνται από τον καλό μας εαυτό και είναι όμηροι του κακού μας, συμβάλλουμε στην εμπέδωση πως είμαστε κάτι σημαντικότερο ή ανώτερο επειδή είμαστε δυνατότεροι.
Καταλήγω πως η πιο ειλικρινής σύσταση θα ήταν: «Χαίρω πολύ, με λένε Οδυσσέα και ξέρουμε και οι δύο πως αν θελήσω μπορώ να σου κάνω κακό με τα χέρια μου μόνο. Λυπάμαι πολύ για αυτό, δεν το ζήτησα, δεν το επιδίωξα, δεν με βοηθάει πουθενά απολύτως αυτή η δυνατότητα, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι να το αλλάξω. Μπορείς σε παρακαλώ να με πιστέψεις;».