Οι κεφαλαιαγορές είναι μοχλός οικονομικής ανάπτυξης μεγάλης σημασίας. Οπως και το τραπεζικό σύστημα, αποτελούν κανάλι μέσα από το οποίο οι αποταμιεύσεις κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Ειδικότερα οι κεφαλαιαγορές μπορούν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις υψηλότερου ρίσκου και υψηλότερης απόδοσης.

Αρα, κεφαλαιαγορές υψηλής ρευστότητας ικανές να κατανέμουν οικονομικούς πόρους με αποτελεσματικό τρόπο είναι καθοριστικής σημασίας για τη χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής καινοτομίας, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε αύξηση παραγωγικότητας και, τελικά, οικονομικής ανάπτυξης, απασχόλησης και αγοραστικής δύναμης.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα τελευταία δύο χρόνια η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην εμβάθυνση της Ενωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union, CMU). Αυτή αποτελεί προϋπόθεση ώστε η Ευρώπη να καλύψει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει έναντι άλλων μεγάλων οικονομιών, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, κυρίως σε κλάδους δυναμικής καινοτόμου τεχνολογίας.

Τα παραπάνω ασφαλώς έχουν εφαρμογή και σε εθνικό επίπεδο. Ιδιαίτερα η Ελλάδα είναι χώρα με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης της εθνικής της κεφαλαιαγοράς. Ως χώρα που ξεκίνησε την οικονομική της ανάκαμψη το 2019 παρουσιάζοντας ένα μεγάλο επενδυτικό κενό, εξ ορισμού προσφέρει σημαντικές δυνητικές προοπτικές κερδοφορίας.

Σε σχέση με άλλες χώρες που βρίσκονται σε παρόμοια θέση, η Ελλάδα έχει έναν μοναδικό συνδυασμό πλεονεκτημάτων. Πρώτο, την ύπαρξη μιας αξιόπιστης κυβέρνησης, η οποία με συνέπεια τα τελευταία πεντέμισι χρόνια εφαρμόζει εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις με απτά αναπτυξιακά αποτελέσματα.

Δεύτερο, τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση χαμηλού πληθωρισμού με το δεύτερο σημαντικότερο διεθνές νόμισμα. Τρίτο, την πρόσβασή της στη μεγάλη σε μέγεθος και υψηλού εισοδήματος εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Και τέταρτο, πολιτική σταθερότητα που στις σημερινές διεθνείς γεωπολιτικές συνθήκες αποτελεί ένα δυσεύρετο πλεονέκτημα. Ολα τα παραπάνω δίνουν στην Ελλάδα έναν σπάνιο συνδυασμό υψηλής απόδοσης και χαμηλού ρίσκου. Οι συνθήκες είναι πολύ ευνοϊκές για την ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και ευρύτερα την αύξηση των επενδύσεων.

Και πράγματι, αυτό συμβαίνει. Σε σχέση με το 2019 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν έξι ποσοστιαίες μονάδες, καλύπτοντας σχεδόν τα δύο τρίτα του επενδυτικού κενού έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου στην Ελλάδα, αυτές έχουν εξαπλασιαστεί.

Το αποτέλεσμα είναι ο διπλασιασμός σχεδόν της αξίας του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ενώ μεγάλη είναι και η αύξηση της αποτίμησης των ελληνικών ομολόγων (ιδιωτικών και κρατικών). Παράλληλα, μεγάλοι διεθνείς οίκοι έχουν θέσει το Χρηματιστήριο Αθηνών σε λίστα παρακολούθησης (watchlist) για επικείμενη μετάταξή του από την κατηγορία των αναδυόμενων στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών.

Οι θετικές αυτές εξελίξεις αντικατοπτρίζουν τη σημαντική βελτίωση του αναπτυξιακού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας και την αποκατάσταση της διεθνούς αξιοπιστίας της ελληνικής δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής. Οι ελληνικές αξίες ανεβαίνουν γιατί οι αγορές προσβλέπουν σε υψηλότερα μελλοντικά κέρδη και χαμηλότερα, σε σχέση με το παρελθόν, επιτόκια προεξόφλησης των κερδών αυτών.

Συνολικά, οι επιδόσεις της ελληνικής κεφαλαιαγοράς έχουν βελτιωθεί σημαντικά μετά το 2019. Μπορούν όμως να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο ώστε να προσδώσουν ακόμα μεγαλύτερη δυναμική στις επενδύσεις, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μέσα από τέσσερα κανάλια.

Πρώτο, τη συνέχεια στη δημοσιονομική σταθερότητα (η οποία αποτελεί αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την άνοδο των επενδύσεων και ευρύτερα την οικονομική ανάπτυξη της χώρας) και τη συνέχεια στις φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, με έμφαση στη μικροοικονομική πλευρά της ελληνικής οικονομίας.

Δεύτερο, την περαιτέρω θεσμική ενίσχυση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, με βάση τις βέλτιστες διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές. Τρίτο, την ενίσχυση της ζήτησης για χρηματοοικονομικές επενδύσεις και της προσφοράς επενδυτικών προϊόντων από ελληνικές επιχειρήσεις. Για αυτό το σημείο, ιδιαίτερης σημασίας είναι η αύξηση της συμμετοχής των ιδιωτών αποταμιευτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντίστοιχα στην ελληνική κεφαλαιαγορά.

Και τέταρτο, το οποίο αποτελεί και καταλύτη για το τρίτο, την ενίσχυση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού στη χώρα μας.

Το σχέδιο νόμου για την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς που έχει κατατεθεί από το υπουργείο Οικονομικών κάνει μια πολύ σημαντική συνεισφορά προς την παραπάνω κατεύθυνση.

Στόχος του είναι η προσέλκυση επενδύσεων, η προστασία των επενδυτών με αναβάθμιση της εποπτείας σε υφιστάμενα και νέα επενδυτικά προϊόντα, η κατάργηση περιττών γραφειοκρατικών περιορισμών και η διευκόλυνση της πρόσβασης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην ελληνική κεφαλαιαγορά για άντληση κεφαλαίων. Δίνονται φορολογικά και άλλα κίνητρα για την ενίσχυση της ουσιαστικής λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, την ενθάρρυνση της ζήτησης για συμμετοχή αποταμιευτών και ενισχύεται σημαντικά η θεσμική θωράκιση των εποπτικών μηχανισμών.

Παράλληλα με τις προσπάθειες ενίσχυσης της κεφαλαιαγοράς σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στη συζήτηση για την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Κεφαλαιαγορών, υποστηρίζοντας θερμά μέτρα τα οποία ενισχύουν τις χρηματοπιστωτικές επενδύσεις και άρουν εμπόδια στην απρόσκοπτη ροή κεφαλαίων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ιδιαίτερα, και με βάση το επιτυχημένο προηγούμενο της εφαρμογής κοινής εποπτείας για το τραπεζικό σύστημα, η Ελλάδα υποστηρίζει την κοινή εποπτεία των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Η Ελλάδα, ως χώρα με μεγάλο δυναμικό προσέλκυσης επενδύσεων για τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, έχει πολλά να κερδίσει από τη διευκόλυνση των χρηματοπιστωτικών επενδύσεων εντός της Ενωσης και προσέλκυσης κεφαλαίων εκτός αυτής.

Τέλος, βασισμένη τόσο στα διδάγματα της οικονομικής επιστήμης αλλά και της διεθνούς εμπειρίας, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση Κεφαλαιαγορών πρέπει να συνοδευτεί από την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενωσης, με την εισαγωγή ενός πανευρωπαϊκού συστήματος εγγυήσεων τραπεζικών καταθέσεων. Το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του θα αποδώσει το μέγιστο των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του όταν και οι δύο βασικοί πυλώνες του σχεδιαστούν και λειτουργήσουν σε ενιαίο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο κ. Μιχάλης Αργυρού είναι επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.