Από το 1996 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση την περίοδο των μνημονίων, όλες οι Ελληνίδες και οι Ελληνες αναζητούμε ένα κράτος που λειτουργεί υπέρ του πολίτη. Οταν βρίσκουμε εκφραστή αυτής της προτεραιότητας στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, ψηφίζουμε για «Εκσυγχρονισμό» (Κ. Σημίτης), «Επανίδρυση του Κράτους» (Κ. Καραμανλής), «Πρώτα ο Πολίτης» (Γ. Παπανδρέου) και «Επιτελικό Κράτος» (Κ. Μητσοτάκης). Οταν απογοητευόμαστε από το κυβερνών κόμμα, επιλέγουμε την επόμενη κυβέρνηση με πρώτο γνώμονα και πάλι το κράτος και τη λειτουργία βασικών κοινωνικών υπηρεσιών.
Οταν δεν βρίσκουμε σοβαρό εκφραστή αυτής της ιδέας, θυμώνουμε και απαξιώνουμε την πολιτική και τους πολιτικούς. Η απαξίωση αυτή αποτυπώνεται εκλογικά με δύο τρόπους: πρώτον, μικρά κόμματα που εκφράζουν τον θυμό μας με πάθος και, δεύτερον, αποχή. Με λίγα λόγια, κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να «εκνευρίσουμε» το πολιτικό σύστημα. Αρα, είναι πολιτικό λάθος να πιστώνουμε αυτόν τον θυμό στην Ακροδεξιά και τον φασισμό ή να βγάζουμε συμπεράσματα που ταυτίζουν τη συμπεριφορά μέρους του ελληνικού λαού με αυτήν των ψηφοφόρων της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά το εκλογικό μας σώμα δεν έχει εκφράσει μεγαλύτερο θυμό και απογοήτευση από ό,τι το έκανε στις τελευταίες εκλογές. Στα 2 εκατομμύρια ψηφοφόρους που είχαν απομακρυνθεί από τις κάλπες, από το 2009 ως το 2023, προστέθηκε άλλο ένα. Αν ασχολήθηκε κανένας από αυτούς τους ψηφοφόρους να δει τους εκφραστές των κομμάτων, το βράδυ των εκλογών, να αναλύουμε το αποτέλεσμα και τους πολιτικούς μας αρχηγούς να κάνουν δηλώσεις, θα πρέπει να διασκέδασε με την αποτελεσματικότητα της επιλογής του. Ημασταν αμήχανοι, αν όχι ντροπιασμένοι, από την αποχή και την ευκαιρία του κ. Βελόπουλου και της κυρίας Λατινοπούλου να δηλώσουν νικητές της βραδιάς.
Σε έναν βαθμό, η αμηχανία αυτή συνεχίζεται σήμερα με την ίδια ένταση. Η Νέα Δημοκρατία ομφαλοσκοπεί, χωρίς να έχει καταλάβει τι της συμβαίνει. Αφού μας είπε ότι το μήνυμα των εκλογών είναι πως πρέπει να επισπεύσει τις σημερινές πολιτικές της προτεραιότητες, χωρίς να αποτιμήσει αν η πορεία αυτή την οδηγεί στον γκρεμό, προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει ανασχηματισμό, για να πηδήξει από εκεί πιο γρήγορα. Ο κ. Κασσελάκης, επίσης χωρίς να έχει καταλάβει τι του συμβαίνει, προσπαθεί να πιαστεί από τα μαλλιά του, κάνοντας «ανοίγματα» προς τα άλλα κόμματα της Κεντροαριστεράς, λες και τρεις ήττες μπορούν ποτέ να κάνουν μια νίκη, χωρίς να έχουμε αποτιμήσει το αποτέλεσμα ουσιαστικά.
Το μόνο κόμμα που έχει την ελπίδα να βγει από την αμηχανία τού «η τρίτη θέση είναι πολιτική ήττα» (Ν. Ανδρουλάκης 10/4/2024) είναι το ΠαΣοΚ-Κίνημα Αλλαγής. Η ευκαιρία είναι μοναδική και το ΠαΣοΚ-Κίνημα Αλλαγής μπορεί να διεκδικήσει ξανά την εξουσία, αν αγκαλιάσει τις δημοκρατικές του διαδικασίες με συντεταγμένο τρόπο, όπως αξίζει στη μεγάλη δημοκρατική παράδοση. Και αν από αυτή τη διαδικασία δημιουργήσει ένα συνολικό πακέτο (Αρχηγός, Επιτελείο, Πρόγραμμα) που θα πείσει τις Ελληνίδες και τους Ελληνες ότι επιτέλους έχουν επιλογή, για ένα κράτος που μπορεί μια μέρα να λειτουργήσει και να πατάξει τις ανισότητες που βιώνει σήμερα η κοινωνία σε εισόδημα, πλούτο και πρόσβαση στην εξουσία. Αν το κάνουμε σωστά, σε τρία χρόνια μπορούμε να είμαστε κυβέρνηση, με την προοπτική «να υπηρετήσουμε τον λαό και την πατρίδα», χωρίς να βλέπουμε την πλάτη της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κύριος Παύλος Γερουλάνος είναι βουλευτής Α’ Αθηνών του ΠαΣοΚ.