Η οικονομική επιστήμη δεν είναι Φυσική, ούτε Χημεία, δεν ορίζεται από αξιώματα, ούτε από επιβεβαιωμένα θεωρήματα,  γιατί απλούστατα δεν μπορούν να υπάρξουν επαναλαμβανόμενα πειράματα σε σταθερές συνθήκες δοκιμαστικού σωλήνα. Αντιθέτως οι συνθήκες, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, γεωπολιτικές και άλλες είναι διαρκώς μεταβαλλόμενες και για τον προσδιορισμό του άριστου μείγματος οικονομικής πολιτικής απαιτούνται εμπειρίες, ασφαλείς προβλέψεις και κατανόηση των αλληλεπιδράσεων που κάθε επιλογή και απόφαση προκαλεί.

Γι’ αυτό στην άσκησή της δεν χωρούν δόγματα, ούτε βεβαιότητες, παρά μάτια ανοιχτά και ώτα ευήκοα, στις πολλές επιμέρους αλλαγές των συνθηκών και εν γένει του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος.

Υπό αυτή την έννοια οι ασκούντες την οικονομική πολιτική επιβάλλεται να είναι αρκούντως ευέλικτοι και ικανοί να προβούν σε διορθώσεις μόλις διαπιστώσουν ότι οι τάσεις αλλάζουν.

Τα προηγούμενα χρόνια πολλά ήταν τα απρόβλεπτα γεγονότα. Ορισμένα μάλιστα, όπως η πανδημία και οι πόλεμοι, ήταν κατακλυσμιαία, άλλαξαν στην κυριολεξία τη ζωή των ανθρώπων και των οικονομιών. Για την αντιμετώπισή τους χρειάστηκαν γενναίες αναθεωρήσεις αρχών και κανόνων που μέχρι τότε όριζαν τη λειτουργία της Ευρώπης και του κόσμου ολάκερου.

Και πάλι ωστόσο ακόμη μετράμε τις συνέπειες εκείνων των μεγάλων διαταραχών, που κλόνισαν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, εκτόξευσαν τον πληθωρισμό στα ύψη, διόγκωσαν τα χρέη και εν τέλει μέσω της πληθώρας των ομολογιακών εκδόσεων ευνόησαν την ανάπτυξη και κυριαρχία της «χάρτινης» οικονομίας έναντι της πραγματικής.

Αυτή την ώρα η παγκόσμια οικονομία και οι διεθνοποιημένες αγορές της ορίζονται από έναν ευρύ κύκλο επενδύσεων σε ομολογιακές εκδόσεις, η τρέχουσα αξία των οποίων, αν δεν ξεπερνά, σίγουρα προσεγγίζει τα 70 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και βεβαίως από τους επιφανείς διαχειριστές αυτών των κεφαλαίων, οι οποίοι ενεργούν κατά βούληση, προβαίνουν σε μεταξύ τους αγοραπωλησίες, κοινώς πωλούν και διαχειρίζονται κεφάλαια τρίτων, χωρίς προσωπικές διακινδυνεύσεις, με μόνο ρίσκο τις αμοιβές και τα μπόνους που απολαμβάνουν. Είναι αυτή στρέβλωση θεμελιώδης καθώς εκτρέπει τις οικονομίες από τις πραγματικές παραγωγικές επενδύσεις στις «χάρτινες», με αποτέλεσμα να καθίστανται παρακολούθημα των «διαχειριστών» και αιχμάλωτες των διεθνών οίκων αξιολόγησης.

Ο εγκλωβισμός είναι μέγας για όλους, ιδιαιτέρως για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προσδοκούσε αναβαθμίσεις και είσοδο σε νέα κανονικότητα και εισπράττει δυσπιστία και εξάρτηση από αυτόν τον συγγενή και αδυσώπητο κύκλο των «διαχειριστών» ομολόγων και των οίκων αξιολόγησης. Και το χειρότερο είναι ότι παραμένει βραδεία η μείωση των επιτοκίων, τα προσδοκώμενα αναπτυξιακά άλματα καθυστερούν, ο τουρισμός παρά την αύξηση του τουριστικού ρεύματος δεν αποδίδει τα αναμενόμενα, η ανεργία δεν υποχωρεί με τη δέουσα ταχύτητα, ο πληθωρισμός επιμένει στη ζώνη του 3% και οι επενδύσεις μένουν λειψές στο 14,5% έναντι του 22% που έχει να παρουσιάσει η υπόλοιπη Ευρώπη.

Ολα μαζί περιορίζουν και δεσμεύουν τους άκαμπτους ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αδημονούν και να εκφράζουν με κάθε ευκαιρία τη δυσαρέσκειά τους, μεταφέροντας πίεση στην κυβέρνηση.

Η «νέα κανονικότητα» που διαφήμιζε η κυβέρνηση και πάλευε μετά πάθους για αυτήν δεν είναι τόσο ελκυστική όσο νόμιζε, δεν ενθουσιάζει, ούτε κινητοποιεί τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις, παρά στις περισσότερες των περιπτώσεων απογοητεύει και αποθαρρύνει. Με αποτέλεσμα η όλη αλυσίδα να μοιάζει προβληματική. Ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μοιάζει αυτή την ώρα εγκλωβισμένος και εν πολλοίς ακινητοποιημένος από τα δόγματα που τον περιβάλλουν.

Και αυτό επειδή δεν διακινδυνεύει τον δημοσιονομικό στόχο έναντι των εταίρων και των οίκων αξιολόγησης, προτιμά την ασφάλεια των υψηλών συντελεστών του ΦΠΑ και του φόρου εισοδήματος, αποφεύγει για τους ίδιους λόγους, όπως ο διάβολος το λιβάνι, οποιαδήποτε ανακατεύθυνση και ουσιαστική αύξηση των εγχώριων επενδυτικών δαπανών και έτσι το μείγμα της οικονομικής πολιτικής μένει αμετάβλητο και ανίκανο να προσφέρει τα αναπτυξιακά άλματα που οι περιστάσεις επιβάλλουν.

Η Ελλάδα δεν είναι τυχαίο πως παραμένει η μόνη χώρα, από εκείνες που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης χρέους και των μνημονίων, που παρά τη μαζική εφαρμογή μέτρων εσωτερικής υποτίμησης δεν απήλαυσε την προσδοκώμενη εκτίναξη του συμπιεσμένου αναπτυξιακού ελατηρίου. Στην ελληνική περίπτωση το ελατήριο παρέμεινε λασκαρισμένο, δεν έδωσε έστω μια χρονιά, με εξαίρεση το πρώτο μεταπανδημικό έτος, πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξεως του 5%-6%, όπως συνέβη στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία.

Θα έλεγε κανείς ότι κάτι κρατάει πίσω την Ελλάδα, δεν της επιτρέπει να εκμεταλλευθεί τις όποιες ευνοϊκές συνθήκες που κάθε φορά δημιουργεί και την καθηλώνουν σε μια μίζερη συνθήκη που και τις προσδοκίες περιορίζει και την πολιτική πιέζει. Και αυτό το κάτι δεν είναι τίποτε άλλο παρά το έλλειμμα επενδύσεων, που διαχρονικά καταδιώκει τη χώρα και την οικονομία της. Ολες οι επιμέρους πολιτικές θα έπρεπε να συντονίζονται με τον επενδυτικό στόχο. Μόνο αν οι επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, αρχίζουν να τρέχουν με 20%-25% τον χρόνο, θα μπορέσει να ξεφύγει από τον φαύλο και μίζερο κύκλο των μικρών, χαμηλής ταχύτητας, ανεπαρκών βημάτων.

Είπαμε, η οικονομική πολιτική για να αποδώσει θέλει ευελιξίες και έγκαιρες προσαρμογές. Χωρίς αυτές χάνει και θα χάνει την όποια δυναμική της, καθιστώντας τη «νέα κανονικότητα» βασανιστική και ανυπόφορη για τους πολλούς…