Με αφορμή την ορκωμοσία της νέας προέδρου και τις συνοδές δηλώσεις του αρχηγού του VMRO-DPMNE στη γειτονική Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, πολλοί θα αναρωτηθούν εύλογα τι εμποδίζει την Αθήνα να μη συμμορφωθεί κι εκείνη με τις διατάξεις της Συμφωνίας. Βέβαια, αν κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση τίθεται ζήτημα συμμόρφωσης με τις διεθνείς υποχρεώσεις του κράτους, τότε δεν θα υπάρχει λόγος να θεσπίζουμε κανόνες και να επιμελούμαστε την αρχιτεκτονική της διεθνούς οργάνωσης. Φυσικά, μια κυβέρνηση μπορεί να επιλέξει να μη συμμορφωθεί με τις διεθνείς υποχρεώσεις της, ειδικά σε επίπεδο διμερών σχέσεων. Ωστόσο, ο δρόμος της παραβίασης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου είναι δύσκολος, γιατί, ανεξάρτητα από την ισχύ του, το κράτος που υιοθετεί τέτοια συμπεριφορά δεν θα πληρώσει το κόστος μόνο σε επίπεδο ρηματικής καταδίκης.
Η νέα κυβέρνηση που θα σχηματιστεί στα Σκόπια, πιθανώς, υπό το βάρος των διπλωματικών πιέσεων, μάλλον θα μετριάσει τον καταγγελτικό οίστρο της απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών και θα κινηθεί σε γκρίζες περιοχές ερμηνείας των διατάξεων, προκειμένου να συντηρήσει την επιμονή της στον όρο «Μακεδονία» χωρίς προσδιορισμό. Παράλληλα, θα επικαλείται το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού και την ελευθερία της εσωτερικής αυτοδιάθεσης του λαού, ενώ θα καταγγέλλει προσχηματικά τον αλυτρωτισμό και θα επισείει την απειλή προσφυγής σε νέο δημοψήφισμα για τη Συμφωνία.
Πάντως, τα ζητήματα που ρυθμίζονται στο Αρθρο 1 (παράγραφοι 3 και 4) της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι τα πλέον κρίσιμα και οποιαδήποτε παρελκυστική ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με απόπειρα ανατροπής της. Σε περίπτωση που η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων παραβιάσει ανοιχτά τις σχετικές πρόνοιες, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε να επιχειρήσει να αποδείξει ότι δικαιούται να καταγγείλει τη Συμφωνία, επειδή η άλλη πλευρά παραβιάζει ουσιώδεις όρους της. Βέβαια, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στη Χάγη, όπου καταλήγει οποιαδήποτε διαφορά που απορρέει από τη Συμφωνία, σε παρόμοιες περιπτώσεις, σταθερά αποφαίνεται με άξονα τη συνέχιση μιας διεθνούς συμφωνίας και όχι τον τερματισμό της. Αλλωστε, αυτό φάνηκε και στην απόφασή του (2011), όταν η τότε ΠΓΔΜ προσέφυγε κατά της Ελλάδας με αφορμή τη μη πρόσκλησή της για ένταξη στο ΝΑΤΟ και τις σχετικές διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Τέλος, ας προσθέσουμε και την ιδιαίτερα δυσκίνητη διαδικασία επίλυσης των διαφορών μεταξύ των δύο μερών, που προβλέπει μια ακολουθία διαπραγματεύσεων, καλών υπηρεσιών του ΓΓ του ΟΗΕ και, τέλος, προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στη Χάγη. Είναι προφανές πως οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από την αντισυμβατική συμπεριφορά της νέας κυβέρνησης στα Σκόπια θα παραμείνει εκκρεμής για αρκετά χρόνια. Επομένως, η Αθήνα ίσως βρεθεί αντιμέτωπη με μια κυβέρνηση που κινούμενη σε γκρίζες περιοχές θα επιδιώξει να προκαλέσει την de facto ανατροπή της Συμφωνίας των Πρεσπών, με δεδομένη μάλιστα την επιρροή της Μόσχας στο VMRO-DPMNE.
Ας μη λησμονούμε ότι τον Ιούνιο του 2018 η Ρωσία άσκησε κριτική στη Συμφωνία, ως προϊόν δυτικής πίεσης, επειδή η Συμφωνία ήταν συνδεδεμένη με τη διαδικασία ένταξης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Ειδικά σήμερα, εν όψει της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της έμπρακτης –και ορθής – αντίδρασης της Ελλάδας στη ρωσική επιθετικότητα, θα ήταν φρόνιμο να αναρωτηθούμε για τους σκελετούς στην ντουλάπα που φυλάσσει η Μόσχα, τώρα που θα μπορεί να χρησιμοποιήσει πιο αποτελεσματικά την επιρροή της σε αυτή τη γωνιά των Βαλκανίων. Και ακόμα πιο φρόνιμο θα ήταν να σχεδιάσουμε και το σενάριο για μια επόμενη μέρα δίχως τη Συμφωνία των Πρεσπών, ανεξάρτητα από την αξιολόγηση του καθενός μας για αυτήν.
Ο κύριος Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.