Οι δωρεές αποτελούν σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, με τις προσφορές ιδιωτών και επιχειρήσεων να συμβάλλουν στην ενίσχυση φιλανθρωπικών οργανισμών, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, πίσω από αυτή την ευεργετική δραστηριότητα κρύβεται μια σκοτεινή πλευρά: η χρήση των δωρεών ως μέσο για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Στην Ελλάδα, τα κίνητρα για την επιλογή των δωρεών ως μέσο ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι αρκετά. Αλλοτε σχετίζονται με τη δημιουργία Κοινωνικού Προφίλ. Δηλαδή, μεγάλες δωρεές δημιουργούν την εικόνα ενός ευεργέτη, βελτιώνοντας την κοινωνική θέση και τη φήμη του δωρητή. Αυτή η θετική εικόνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκρύψει παράνομες δραστηριότητες. Αλλοτε για να υπάρξουν φοροαπαλλαγές. Στην Ελλάδα, οι δωρεές σε φιλανθρωπικές οργανώσεις απαλλάσσονται από φόρους ή παρέχουν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, μειώνοντας έτσι την πραγματική φορολογική επιβάρυνση των δωρητών. Στην ίδια κατηγορία βρίσκονται και οι τριγωνικές δωρεές ή γονικές παροχές. Δηλαδή, η περίπτωση που το παιδί έχει δωρίσει χρήματα στον πατέρα ή τη μητέρα του και ο γονέας στη συνέχεια με γονική παροχή έδωσε τα χρήματα στο άλλο του παιδί. Με ενδιάμεσο, δηλαδή, τον γονέα τα χρήματα πέρασαν από τον έναν αδελφό στον άλλον. Γι’ αυτή την «τριγωνική» συναλλαγή δεν πληρώθηκε ούτε ένα ευρώ φόρος, καθώς η δωρεά χρημάτων έως 800.000 ευρώ από το παιδί στον γονιό είναι αφορολόγητη, όπως επίσης και η γονική παροχή που έγινε στη συνέχεια από τον γονιό στο παιδί. Ωστόσο, η ισχύουσα νομοθεσία ορίζει ότι στις δωρεές χρημάτων μεταξύ αδελφών δεν ισχύει το αφορολόγητο των 800.000 ευρώ και επιβάλλεται φόρος 20% από το πρώτο ευρώ. Οι διαδοχικές χρηματικές δωρεές δημιουργούν ένα περίπλοκο δίκτυο χρηματικών ροών που καθιστά δύσκολη την ανίχνευση της προέλευσης και του τελικού προορισμού των χρημάτων.
Οταν οι παράνομες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τριγωνικές δωρεές για να ξεπλύνουν χρήματα, αποκτούν πρόσβαση σε κεφάλαια που δεν είναι διαθέσιμα στους νόμιμους ανταγωνιστές τους. Αυτό δημιουργεί ένα αθέμιτο πλεονέκτημα, επιτρέποντάς τους να επενδύουν περισσότερα σε ανάπτυξη, προώθηση προϊόντων και τιμολογιακές στρατηγικές. Οι νόμιμες επιχειρήσεις, που λειτουργούν με διαφάνεια και υπακούουν στους κανόνες, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν αυτές τις πρακτικές, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια αγορών και μεριδίων. Τέτοιου είδους πρακτικές υπονομεύουν επίσης την αξιοπιστία των φιλανθρωπικών οργανώσεων, καθώς οι σκιερές πρακτικές μπορεί να πλήξουν την εμπιστοσύνη του κοινού και των νομοθετών. Σημαντική όμως για τη χώρα μας είναι και η απώλεια δημοσίων εσόδων. Τα χρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικές υπηρεσίες χάνονται, μειώνοντας την ικανότητα του κράτους να παρέχει υποστήριξη στους πολίτες του. Επιπλέον, οι πόροι που δαπανώνται για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και την ενίσχυση των ελέγχων αποτελούν πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση. Στην Ελλάδα, για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, απαιτείται συντονισμένη δράση από τις κυβερνήσεις, τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και τους ρυθμιστικούς φορείς. Η δράση αυτή περιλαμβάνει αυστηρότερους ελέγχους από την ΑΑΔΕ, διεθνή συνεργασία και εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του κοινού.
Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.