Η υπόθεση της παράνομης άρσης του απορρήτου και των αθέμιτων παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων από θεσμικά και εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας είναι μια από τις μεγαλύτερες πληγές της δημοκρατίας μας τα τελευταία χρόνια. Η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών υπονομεύει θεμελιώδεις αρχές της συνταγματικής και ευρωπαϊκής δικαιοταξίας και θέτει σε κίνδυνο το πολίτευμα, την πολιτική ζωή του τόπου, την ελευθερία του Τύπου, αλλά εν δυνάμει και το δικηγορικό απόρρητο, που προστατεύεται κατά νόμο ώστε να διαφυλάσσεται το υπερασπιστικό δικαίωμα.
Η πρόσφατη αναβάθμιση της έρευνας για την υπόθεση σε ανώτατο εισαγγελικό επίπεδο αποτελεί θετική κατ’ αρχήν εξέλιξη.
Ωστόσο, σημαντικά ερωτήματα παραμένουν εισέτι αναπάντητα:
- Εάν η υπόθεση έχρηζε διερεύνησης από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου λόγω της «εξαιρετικής φύσης και μείζονος σημασίας» της, κατά τη σχετική εισαγγελική παραγγελία, γιατί τούτο δεν έγινε από την πρώτη στιγμή;
- Αραγε η σημασία της υπόθεσης ανεφάνη το πρώτον πάνω από 1,5 χρόνο μετά την έναρξη των ερευνών;
- Γιατί σε άλλες υποθέσεις, επίσης μείζονος σημασίας (π.χ. υπόθεση Τεμπών), δεν ανατέθηκε η έρευνα σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου;
- Πού οφείλεται η μέχρι σήμερα καθυστέρηση για πάνω από 1,5 χρόνο;
- Από πού προκύπτει ότι υπάρχει κίνδυνος παραγραφής για όλα τα αδικήματα; Γιατί προεξοφλείται ότι δεν θα προκύψουν ενδείξεις τέλεσης κακουργημάτων, όπου η παραγραφή είναι 20ετής;
- Αληθεύουν τα δημοσιεύματα έγκριτων εφημερίδων – τα οποία δεν έχουν μέχρι τώρα διαψευστεί – ότι η «αναβάθμιση» της έρευνας έγινε μετά την άρνηση της ΑΔΑΕ να χορηγήσει στους εισαγγελείς που μέχρι σήμερα διερευνούσαν την υπόθεση τα ζητούμενα στοιχεία και την εν συνεχεία επιμονή αυτών να χορηγηθούν;
Πρόδηλο είναι ότι τα ζητήματα αυτά έχουν, πέραν της ποινικο-δικονομικής διάστασης, προφανείς πολιτικές προεκτάσεις. Κάθε πολίτης ευλόγως διερωτάται εάν η έγκαιρη διερεύνηση και διαλεύκανση της υπόθεσης θα είχε επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα των αναμετρήσεων που μεσολάβησαν κατά τον διαδραμόντα χρόνο.
Πέραν των επιμέρους απαντήσεων, όμως, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την άκρως προβληματική λειτουργία των θεσμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΑΔΑΕ, παρά την σαφή πρόθεση του προέδρου και των μελών της να συμβάλει στην έρευνα, αντί της αναμενόμενης θεσμικής υποστήριξης ήρθε αντιμέτωπη με αλλεπάλληλα εμπόδια: στην αρχή από τον πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος με γνωμοδότησή του έθεσε προσκόμματα στο συνταγματικά κατοχυρωμένο ελεγκτικό έργο της Αρχής, και στη συνέχεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, που έσπευσε, με μεταμεσονύκτια δημοσίευση ΦΕΚ, να μεταβάλει τη σύνθεση της Αρχής χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5, μία μόλις ημέρα πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση για τις παράνομες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ.
Οι πολίτες έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να μάθουν την αλήθεια.
Το ζητούμενο τώρα, ασφαλώς, είναι η ταχεία ολοκλήρωση της έρευνας και η απόδοση ευθυνών, όπου εντοπίζονται, όσο «ψηλά» και αν βρίσκονται οι εμπλεκόμενοι ή όσο «ισχυροί» και αν είναι ή αισθάνονται. Μόνο έτσι θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση βαθαίνει το έλλειμμα δημοκρατίας. Οι συνέπειες δεν εξικνούνται μόνο στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία· είναι διαχρονικές και αφορούν το κράτος δικαίου και τα θεμέλια του πολιτεύματος.
Το δικηγορικό σώμα, εκ της θεσμικής του αποστολής, αλλά και κάθε δημοκρατικά ευαισθητοποιημένος πολίτης, έχει καθήκον να αναδεικνύει το θέμα στον δημόσιο διάλογο, ώστε να δοθούν άμεσες απαντήσεις και να μη μένουν σκιές.
Οσο τα ερωτηματικά πολλαπλασιάζονται τόσο περισσότερο ανοίγει η κερκόπορτα που οδηγεί στην άλωση της δημοκρατίας.
Ο κ. Δημήτρης Βερβεσός είναι πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.