Τις προάλλες μια μητέρα προανήγγειλε με την αρμόζουσα χαρμολύπη ότι τα δύο παιδιά της, ηλικίας 25 και 28 ετών, βρήκαν δουλειά στο Λονδίνο και θα μετακομίσουν εκεί, οπότε θα μείνει «μόνη στο σπίτι».

Γιατί φεύγουν οι νέοι; Ωρίμαση λένε ορισμένοι – εκδυτικισμός, επιτέλους! Συγκέντρωση εμπειρίας στο εξωτερικό ώστε να επανεισαχθεί νέα γνώση, σύμφωνα με τους αισιόδοξους. Ευκολία μετακίνησης χάρη στην παγκοσμιοποίηση, υποστηρίζουν οι οπαδοί του κοσμοπολιτισμού. Εισιτήριο χωρίς επιστροφή λόγω απογοήτευσης από την Ελλάδα, διαγιγνώσκουν οι απαισιόδοξοι. Την τελευταία άποψη, μάλιστα, μοιράζονται και οι ανεξάρτητες έρευνες για το θέμα.

Από την οικονομική κρίση και μετά υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν την Ελλάδα περί τους 700.000 ανθρώπους. Οι περισσότεροι είναι νέοι και εξειδικευμένοι επιστήμονες που δεν δείχνουν διάθεση επιστροφής σε μια χώρα την οποία εγκατέλειψαν θυμωμένοι γιατί πρόδωσε την εμπιστοσύνη τους.

Οι ευκαιρίες έξω πολλαπλασιάστηκαν από την πανδημία που απαιτούσε καταρτισμένο δυναμικό στην υγεία, στην ψυχολογία, στην τεχνητή νοημοσύνη και σε άλλους τομείς αιχμής. Ενας στους τρεις επιστρέφει, κυρίως για οικογενειακούς λόγους, αλλά με το διαβατήριο έτοιμο να ξαναφύγει αν χρειαστεί. Παρά τις βαρύγδουπες πρωτοβουλίες για «επαναπατρισμό εγκεφάλων» (brain gain), και παρότι δεν τους περιμένει το «κόκκινο χαλί» στο εξωτερικό, δεν έχουν πειστεί ότι η Ελλάδα επανήλθε στη σταθερότητα και στην ανάπτυξη.

Αλλωστε, οι αριθμοί είναι καταλυτικοί: το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ αγγίζει το 67% του κοινοτικού μέσου όρου ενώ πριν από το 2010 έφτανε το 85%. Η μέση αγοραστική δύναμη στη χώρα βλέπει ήδη την «πλάτη» της Ρουμανίας και προβλέπεται να δει και της Βουλγαρίας. Ο λόγος χρέους – ΑΕΠ έχει εκτοξευθεί από 146% το 2010 στο 164% σήμερα, πτωτική τάση από το περίπου 200% του 2020 κυρίως λόγω πληθωρισμού. Το μέσο ημερομίσθιο έχει μειωθεί συνολικά κατά 35%-40% σε σχέση με το 2009.

Οι Ελληνες συνήθιζαν παλαιόθεν να φεύγουν όταν αντιμετώπιζαν στη χώρα τους συνθήκες χειρότερες από ό,τι έξω, ιδίως όταν εμποδιζόταν η κοινωνική κινητικότητα. Για παράδειγμα, στην Ελληνική Επανάσταση συνέβαλε τα μάλα η διασπορά στην Ευρώπη και οι απομονωμένες ελληνικές κοινότητες στα ορεινά, μακριά από την οθωμανική διοίκηση.

Οι Ελληνες έφευγαν κατά κύματα προς το εξωτερικό μέχρι τη δεκαετία του 1980. Τότε έγινε η τομή, γιατί οι δίδυμες δυνάμεις της Μεταπολίτευσης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης τους κράτησαν στην πατρίδα τους. Μετά το 1990 επήλθε μια πρωτοφανής αλλαγή: η Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά χώρα υποδοχής αλλοδαπών μεταναστών, προπάντων από την πρώην κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, στοιχείο που συνετέλεσε στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Τα τελευταία χρόνια κακοφόρμισαν τα δύο μέτωπα: αφενός της μετανάστευσης των Ελλήνων προς το εξωτερικό, αφετέρου της μετανάστευσης αλλοδαπών προς το εσωτερικό. Η πρώτη οξύνει την υστέρησή μας στον δημογραφικό και στον επιστημονικό – τεχνολογικό τομέα. Η δεύτερη υπογραμμίζει την έλλειψη εργατικών χεριών, ενώ αυξάνει την επιρροή της Ακροδεξιάς. Οι Ελληνες φεύγουν από την αναξιοκρατία, οι ξένοι από τον πόλεμο. Ηθική έκλειψη από τη μια, φυσική από την άλλη. Αλλά έκλειψη. Παρομοίως και στην Κύπρο, όπου καταφεύγουν πολλοί «Ελλαδίτες».

Μακάρι οι «φευγάτοι» Ελληνες να επιστρέψουν σύντομα σε μια καλύτερη Ελλάδα και να ενώσουν δυνάμεις με όσους έμειναν εδώ από επιλογή ή από ανάγκη. Να ανακτήσουν τον υλικό και άυλο πλούτο που οι προηγούμενοι χάρισαν εύκολα με την ψευδαίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά, ότι η ιστορία τέλειωσε, όπως ισχυριζόταν ο Φουκουγιάμα. Η νέα γενιά διεκδικεί γιατί έχει στερηθεί και διαθέτει παγκοσμιοποιημένη ματιά. Υπάρχει ελπίδα. Φτάνει να έχουμε νέους.

Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.