Μάχη με τον χρόνο

Σημαντικό ήταν το ρήγμα μεταξύ αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων κρατών ως προς τον Παγκόσμιο Στόχο Προσαρμογής για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της προσαρμοστικής ικανότητας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής

H Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα (COP29) που πραγματοποιείται στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν ξεκίνησε σε βαρύ κλίμα, καθώς, όπως ανακοινώθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, το 2024 αναμένεται να σημειώσει νέο ρεκόρ παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από την καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου. Και αυτό παρά τις κατά καιρούς δεσμεύσεις των κρατών-μελών αλλά και την απόφαση κατά τη Σύνοδο του 2023 στο Ντουμπάι για τη σταδιακή απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα ώστε να διατηρηθεί ζωντανός ο στόχος του 1,50C και να περιοριστούν οι αυξανόμενες κλιματικές επιπτώσεις.

Η ίδια η Διάσκεψη στο Μπακού μοιάζει παράδοξη καθώς η φιλοξενούσα χώρα βασίζει την οικονομία της στα ορυκτά καύσιμα, δηλαδή ακριβώς σε αυτά που πρέπει σταδιακά να εξαλειφθούν για να συγκρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τον 1,50C, όπως άλλωστε προβλέπει η Συμφωνία των Παρισίων.

Το παράδοξο δεν είναι μόνο αυτό. Η διοργανώτρια χώρα κατηγόρησε τη Γαλλία για «εγκλήματα» στα υπερπόντια εδάφη της με αποτέλεσμα η υπουργός Οικολογίας της Γαλλίας να ακυρώσει την επίσκεψή της στο Μπακού για τις συνομιλίες της COP29. Παράλληλα, η διαπραγματευτική ομάδα της Αργεντινής «διατάχθηκε» να επιστρέψει στη χώρα της, κατά μία εκδοχή, γιατί ο πρόεδρός της Χαβιέρ Χεράρντο Μιλέι, πιστός υποστηρικτής του νέου προέδρου των ΗΠΑ, θεωρεί ότι η κλιματική κρίση είναι «ψέμα των σοσιαλιστών». Τέλος, ακόμα έξι χώρες υπέγραψαν τη δήλωση για τριπλασιασμό της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας έως το 2050, ενώ η πρωθυπουργός της Ιταλίας σημείωσε ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να έχει ρόλο στην ενεργειακή παροχή για έναν αυξανόμενο πληθυσμό, προκαλώντας σχετική αμηχανία καθώς η θέση της αποκλίνει από την κοινή θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη Διάσκεψη, δηλαδή τη σταδιακή εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων έως τα μέσα του αιώνα.

Η Σύνοδος έχει χαρακτηριστεί ως «Σύνοδος χρηματοδότησης» καθώς προτεραιότητα δίνεται στον καθορισμό του Νέου Συλλογικού και Ποσοτικοποιημένου Στόχου, δηλαδή του ύψους της ετήσιας χρηματοδότησης – με πιο ενεργή μάλιστα συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα – για τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς η τρέχουσα δέσμευση των 100 δισ. δολαρίων ετησίως υπολείπεται σημαντικά των αναγκαίων πόρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Παράλληλα, με βάση την εκτίμηση ότι οι απώλειες και οι ζημιές λόγω των κλιματικών επιπτώσεων μπορεί να φτάσουν τα 400 δισ. δολάρια ετησίως, έχει τεθεί ως στόχος η αύξηση των συνεισφορών προς το σχετικό Ταμείο αλλά και η ανάπτυξη νέων πηγών χρηματοδότησης.

Ομως πολλά ανεπτυγμένα κράτη δεν δείχνουν διατεθειμένα να αναλάβουν υποχρεώσεις για αυξημένη χρηματοδότηση, τα αναπτυσσόμενα κράτη υποστηρίζουν – δικαίως – ότι τα κονδύλια πρέπει να προέλθουν από τις χώρες που προκάλεσαν το πρόβλημα, ενώ η Κίνα θεωρεί ότι δεν έχει κάποια σχετική υποχρέωση – αν και είναι πλέον ο μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη – καθώς, σύμφωνα με τα κριτήρια των Ηνωμένων Εθνών, κατατάσσεται στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Στο κρίσιμο θέμα των Εθνικά Καθορισμένων Συνεισφορών (National Determined Contributions) για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου – αφορά την ανάγκη ενίσχυσης των δεσμεύσεων των κρατών για τη μείωσή τους ώστε να περιοριστεί η υπερθέρμανση στον στόχο του 1,50C – η πρώτη εβδομάδα της Συνόδου κύλησε χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.

Σημαντικό όμως ήταν το ρήγμα μεταξύ αναπτυσσόμενων και ανεπτυγμένων κρατών ως προς τον Παγκόσμιο Στόχο Προσαρμογής για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της προσαρμοστικής ικανότητας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, στόχος που επίσης συνδέεται με το ύψος της χρηματοδότησης προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Για την εβδομάδα που ακολουθεί, στοίχημα αποτελεί η συμφωνία για την ενίσχυση των Εθνικών Σχεδίων Προσαρμογής το 2025, ώστε να είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρον προκαλεί η διάθεση για διασυνοριακή συνεργασία σε θέματα προσαρμογής σε αυτούς τους κινδύνους (λ.χ. πλημμύρες) ακόμα και μεταξύ χωρών που δεν χαρακτηρίζονται για τις καλές τους σχέσεις. Χαρακτηριστικά επισημαίνονται οι δηλώσεις του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος των Ταλιμπάν για την ανάγκη συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες στην περίπτωση κλιματικών κινδύνων με διασυνοριακές επιπτώσεις.

Στα λίγα μετρήσιμα – θετικά – αποτελέσματα της Διάσκεψης κατά την 1η εβδομάδα των εργασιών σημειώνεται η πρόοδος στο θέμα της προσαρμογής της πολιτιστικής κληρονομιάς στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό γιατί μετά από συντονισμένες πιέσεις 35 χωρών – και της Ελλάδας διά του υπουργείου Πολιτισμού – ενσωματώθηκε και η θεματική της πολιτιστικής κληρονομιάς στα σχέδια προσαρμογής των κρατών-μελών των Ηνωμένων Εθνών, εντάχθηκε η (άυλη και υλική) πολιτιστική κληρονομιά στο Ταμείο Απωλειών και Ζημιών των Ηνωμένων Εθνών, γεγονός που προστατεύει κυρίως την πολιτιστική κληρονομιά των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά και προτεραιοποιείται η πράσινη μετάβαση των υποδομών πολιτισμού, όπως τα μουσεία, ώστε να καταστούν κλιματικά ουδέτερες.

Οι εργασίες της Διάσκεψης περιλαμβάνουν επίσης και τις αγορές άνθρακα (με βάση το Αρθρο 6 της Συμφωνίας των Παρισίων) με στόχους την ενίσχυση της διαφάνειας και την αποφυγή του «πράσινου ξεπλύματος», δηλαδή δράσεων που δήθεν μειώνουν τις εκπομπές άνθρακα αλλά στην πραγματικότητα συμβάλλουν σημαντικά σε αυτές.

Αυτό όμως που έχει σημασία να επισημανθεί είναι ότι, αντίθετα με τις κυβερνήσεις που παρακολουθούν κάπως επιφυλακτικά τις διαπραγματεύσεις, η κοινωνία των πολιτών έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο, πιέζοντας τόσο εκείνους που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις αλλά και τον ιδιωτικό τομέα για μέτρα που θα μετριάσουν τις εκπομπές και θα συμβάλουν στην πράσινη μετάβαση. Η λεγόμενη «Πράσινη Ζώνη» της Διάσκεψης είναι ένα πολυσυλλεκτικό εργαστήριο προτάσεων, σκέψεων, πρωτοβουλιών από μη κυβερνητικές οργανώσεις, πανεπιστήμια, ερευνητικούς φορείς, ομάδες νέων, κ.ά. Είναι ίσως το μόνο τμήμα της Διάσκεψης που δίνει ελπίδες για το μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση, η Διάσκεψη στο Μπακού φαίνεται ότι θα έχει μεταβατικό χαρακτήρα καθώς ουσιαστικά ωριμάζει θέματα, τα οποία θα αποφασιστούν στην επόμενη Διάσκεψη στη Βραζιλία, σε έναν περίπου χρόνο. Από μόνο του το γεγονός αυτό είναι σημαντικό καθώς αναδεικνύει τη σημασία των πολυμερών διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα, η επόμενη Διάσκεψη θα είναι η πρώτη – μετά την περυσινή στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την εφετινή στο Αζερμπαϊτζάν – που η διοργανώτρια χώρα δεν βασίζει την οικονομία της στα ορυκτά καύσιμα, αλλά και έχει ήδη εκφράσει την πολιτική βούληση για αυστηροποίηση των στόχων για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για την ενσωμάτωση στις εργασίες των Ηνωμένων Εθνών και των αυτόχθονων πληθυσμών, δηλαδή όσων είναι περισσότερο ευάλωτοι.

Ο κ. Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι καθηγητής στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.