Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Ματέο Σαλβίνι είναι αποδέκτης κολακευτικών σχολίων. Οι αναφορές στο πρόσωπό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδεύονται ως επί το πλείστον από την ελπίδα και εμείς, ως χώρα, να εκλέξουμε έναν πολιτικό με πυγμή, θράσος και σεβασμό προς το εθνικό συμφέρον. Τα επιχειρήματα στα οποία βασίζει τη ρητορική του είναι, παρά ταύτα, στην πλειοψηφία τους ρηχά ή – και – ψευδή. Αποσκοπούν στην ευαισθητοποίηση του πατριώτη πολίτη και επικρίνουν, χωρίς αντιπροτάσεις, όποια θεσμική ευρωπαϊκή πολιτική δεν είναι προς το συμφέρον του «λαού».
Με σχετική δυσφορία ομολογώ, ωστόσο, πως δεν υπάρχει η δυνατότητα μετωπικής αντιπαράθεσης και πειστικού αντιλόγου από την πλευρά του δημοκρατικού τόξου. Εξηγώ. Η κυβέρνηση της γειτονικής μας χώρας παρουσίασε πρόσφατα στην Κομισιόν τις οικονομικές προβλέψεις της για το τρέχον και το επόμενο έτος. Σε αυτές συμπεριέλαβε ένα δημόσιο έλλειμμα της τάξης του 2,4% του ΑΕΠ. Η Κομισιόν έσπευσε να υποδείξει πως δεν συνάδει ο δημοσιονομικός αυτός στόχος με την προσπάθεια αναδιάρθρωσης στην οποία θα έπρεπε να προβεί η ιταλική κυβέρνηση. Για να δέσει το επιχείρημα, προσέθεσε πρόσφατα ο κ. Βέμπερ πως η Ιταλία θα συμμορφωθεί όπως το έκανε και η Ελλάδα. Από τη στιγμή που σε μια φράση περιελήφθη ένα ποσοστό, χάθηκε, στα μάτια Ιταλών και Ευρωπαίων, η ιδεολογική διαμάχη με τον Σαλβίνι.
Εδώ ισχύει το εξής παράδοξο: οικονομολόγοι και στελέχη των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν την εντύπωση πως τα επιχειρήματά τους είναι απολύτως λογικά και βάσιμα. Για έναν μέσο πολίτη όμως, χωρίς καμία αμφιβολία, η απάντηση των θεσμών μοιάζει με ένα «Οχι, γιατί έτσι». Και πολύ σωστά, διότι πέραν της επιστημονικής κοινότητας δεν έχει καμία υποχρέωση ένας οποιοσδήποτε ευρωπαίος πολίτης να κατανοεί τη σκοπιμότητα των δημοσιονομικών στόχων, που συν τοις άλλοις δεν είναι και πολιτικά δικαιολογήσιμοι. Δεν ισχυρίζομαι πως δεν έχει σημασία να θέτονται στόχοι οικονομικής σύγκλισης από τους θεσμούς – έτσι ώστε να αποτρέπονται καταχρηστικές συμπεριφορές. Δεν είναι όμως οι αριθμοί βάση πολιτικού επιχειρήματος.
Δυστυχώς, οι πολιτικές πράξεις των ευρωπαϊκών θεσμών και οι εθνικοί πολιτικοί χειρισμοί δίνουν βήμα στον Σαλβίνι. Γιατί; Διότι δεν παράγεται όραμα.
Είναι πολύ ενθαρρυντική η διαφαινόμενη συμφωνία προέδρου Μακρόν και καγκελαρίου Μέρκελ περί ευρωπαϊκού στρατού, θα ήταν ακόμη πιο ζωτική η σταδιακή θεσμοποίηση ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού χρηματοδότησης και δημοσίων επενδύσεων – διότι ήρθε η ώρα να αντισταθμιστεί η δεκαετής λιτότητα που υποβάθμισε αισθητά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Προϋπόθεση για να υλοποιηθούν τα παραπάνω είναι ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Μια πολιτική επιτυχία των Ευρωπαίων Φιλελευθέρων (στους οποίους θα ενταχθεί, όπως διαφαίνεται, το κόμμα του προέδρου Μακρόν), που ασπάζονται ευρωπαϊκές αξίες και εκφράζουν σοβαρή βούληση σταδιακής μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών θεσμών, θα ήταν καλοδεχούμενη. Με πράξεις και όχι με αναφορές σε στόχους και ποσοστά θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η, όλο και πιο θορυβώδης, οπισθοδρομική ρητορική του λαϊκισμού.
Ο κ. Στρατής Χωμενίδης είναι κάτοχος Ms Political Philosophy – EHESS (Paris), MsPublic Policy – Hertie School of Governance (Berlin), BA in Economics – Paris I Sorbonne (Paris).