Η απόφαση της Εκκλησίας αφενός μεν να μην εορταστεί η εφετινή Κυριακή της Ορθοδοξίας επίσημα στη Μητρόπολη Αθηνών, αλλά στη Μονή Πετράκη, χωρίς την παρουσία των πολιτειακών και πολιτικών αρχών, αφετέρου δε να αρνηθεί την πρόσκληση στο επίσημο γεύμα που είθισται να παραθέτει ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον Αρχιεπίσκοπο και τα μέλη της Συνόδου μετά τη λειτουργία, μπορεί να προσεγγιστεί και από μια άλλη σκοπιά.
Να θεωρηθεί δηλαδή, ανεξαρτήτως της αφορμής που την προκάλεσε, ως μια κίνηση της Εκκλησίας, όχι μόνο συμβολική, αλλά και ουσιαστική, στην κατεύθυνση της αποσαφήνισης των διακριτών ρόλων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η συλλογιστική αυτή θα πρέπει να γνωρίζουμε τι εορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Και επειδή πιθανολογώ ότι ούτε οι πιστοί που τακτικά εκκλησιάζονται δεν το γνωρίζουν ή το έχουν λησμονήσει από τα σχολικά τους χρόνια, ας το (ξανα)θυμηθούμε.
Την ημέρα, λοιπόν, αυτή εορτάζεται πανηγυρικά η αναστήλωση των εικόνων με τη λήξη της εικονομαχίας και την επικράτηση των εικονολατρών επί των εικονομάχων. Αυτό έλαβε χώρα το 843 μ.Χ. από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατά τη λειτουργία λαμβάνει χώρα λιτάνευση των εικόνων και διαβάζεται το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το οποίο περιέχει και αναθέματα κατά των κατά καιρούς αιρετικών.
Τα τελευταία χρόνια στις περισσότερες Μητροπόλεις αποφεύγεται η ανάγνωση των αναθεμάτων, μερικοί όμως Μητροπολίτες όχι απλώς συνεχίζουν την παράδοση, αλλά προσθέτουν, κατά βούληση, και νεότερους αναθεματισμούς, μερικές φορές και για επίκαιρα ζητήματα…
Από την εποχή της Βασιλείας Γεωργίου Α΄ (1845-1913) καθιερώθηκε να προσέρχεται στη Μητρόπολη ο Βασιλέας και να απαγγέλει το Πιστεύω, ως οιονεί συνεχιστής των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ηταν η εποχή που ψαλλόταν ο πολυχρονισμός των Βασιλέων, ως προστατών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα και με τις τότε ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις.
Η συνήθεια αυτή, όλως περιέργως, συνεχίστηκε και μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και τη λύση του πολιτειακού ζητήματος, από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που παρέθετε στη συνέχεια και επίσημο γεύμα. Ας σημειωθεί ότι, μέχρι προ ολίγων ετών, γεύμα, με την ίδια ευκαιρία, παρέθετε προς τη Σύνοδο και ο πρέσβης της Ρωσίας, πριν βέβαια ξεσπάσει η κρίση με τη χορήγηση της Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στη συνέχεια την εισβολή του Πούτιν στην τάλαινα αυτή χώρα.
Γίνεται ήδη σαφές ότι ο εορτασμός της Κυριακής της Ορθοδοξίας ουδεμία σχέση έχει με την Πολιτεία και μάλιστα την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Είθε να ακολουθήσουν και άλλα τέτοια βήματα από πλευράς Εκκλησίας, αφού η πολιτική ηγεσία, διαχρονικά και διακομματικά, εμφανίζεται αναποφάσιστη και δειλή, προσβλέποντας στην άγρα ψήφων των πιστών.
Η συγκυρία και ο χώρος δεν μου επιτρέπουν να εκδιπλώσω τις σκέψεις μου εν όψει καθορισμού των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας, το οποίο επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω σε άλλη ευκαιρία.
Θεωρώ, όμως, ως ώριμη για εφαρμογή την πρόταση που έχω από πολλού χρόνου υποστηρίξει, ότι δηλαδή θα πρέπει η ίδια η Εκκλησία να αρνηθεί να τελεί αγιασμό στην αρχή κάθε βουλευτικής συνόδου, αφού αντιμετωπίζεται, επιεικώς, αδιάφορα από την πλειονότητα των βουλευτών. Θα ήταν άλλο ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση…
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.