Τα αποτελέσματα των εκλογών της 25ης Ιουνίου, πέραν της αναμενόμενης επικράτησης της ΝΔ και της υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ σε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά, επιφύλασσαν και την είσοδο στη Βουλή τριών ακροδεξιών κομμάτων («Σπαρτιάτες», Ελληνική Λύση και «Νίκη») που μαζί με τα παρόμοιας πολιτικής ιδεολογίας κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής συγκεντρώνουν ένα ποσοστό γύρω στο 15%, το οποίο αποτελεί μια ευδιάκριτη επίδοση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μια από τις υψηλότερες επιδόσεις της Ακροδεξιάς στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Η μετατόπιση της ΝΔ στον χώρο του πολιτικού Κέντρου με την υιοθέτηση φιλελεύθερων πολιτικών σε κοινωνικά ζητήματα δημιούργησε ένα πολιτικό κενό προς τα δεξιά της που κάλυψαν ακροδεξιοί σχηματισμοί, οι οποίοι θέτουν ζητήματα εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας και εκφράζουν ένα αντισυστημικό ρεύμα που παραμένει πολιτικά υπαρκτό από τα χρόνια των μνημονίων. Η πολιτική σύγκρουση σε μεγάλο βαθμό ξεπερνάει πλέον τον άξονα Αριστερά – Δεξιά και αρθρώνεται γύρω από το δίπολο «συστημική και αντισυστημική εκπροσώπηση», καθώς ο κυνισμός και η απαξίωση συνυπάρχουν με αιτήματα εκσυχρονισμού. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της χώρας μας ήταν ότι παρουσιάστηκε πολιτικός φορέας (Χρυσή Αυγή) της εξτρεμιστικής Δεξιάς με εγκληματική δράση, τα ηγετικά στελέχη του οποίου καταδικάστηκαν και εκτίουν ποινή φυλάκισης. Τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου συμφώνησαν, εν όψει εκλογών, στην πρόβλεψη νομοθετικών ρυθμίσεων που θα απέκλειαν τη συμμετοχή κομμάτων που στα ηγετικά τους μέλη τους (ακόμα και όταν υποκρύπτονται αλλά ασκούν την πραγματική ηγεσία) θα περιλαμβάνουν όσους καταδικάστηκαν για συγκεκριμένα αδικήματα. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις είχαν ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν, με βάση δύο αποφάσεις του Α1 Τμήματος του ΑΠ, τόσο το κόμμα «Ελληνες» όσο και ο συνδυασμός ανεξάρτητων υποψηφίων στους οποίους μετείχε ο Ηλίας Κασιδιάρης, καθώς κρίθηκε ότι εμπίπτουν στην απαγόρευση του εκλογικού νόμου.
Το ερώτημα που τίθεται στην επικαιρότητα, αν το πολιτικό κόμμα «Σπαρτιάτες» που μετείχε στις τελευταίες εκλογές και εξέλεξε 12 βουλευτές μπορεί εκ των υστέρων να θεωρηθεί ότι, παρά την έγκρισή του από τον ΑΠ, συνιστά φορέα που θα έπρεπε να αποκλειστεί, καθώς ο αποκλεισθείς από τις εκλογές Ηλ. Κασιδιάρης προέτρεψε τους οπαδούς του να το ψηφίσουν και ο αρχηγός του Β. Στίγκας τον ευχαρίστησε δημοσίως, δεν μπορεί να απαντηθεί νομικά με αξιώσεις τεκμηρίωσης.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως δικαιοδοτικός σχηματισμός για τον έλεγχο της νομιμότητας των εκλογών που ασκεί αρμοδιότητες εκλογοδικείου (άρθρα 100 παρ. 1 και 58 Σ.) δεν έχει την αρμοδιότητα, εκ των υστέρων, να ακυρώσει συνολικά τη συμμετοχή κόμματος στις εκλογές. Μπορεί μόνο να ελέγξει αν συντρέχουν, κατόπιν άσκησης ενστάσεων, οι νόμιμες προϋποθέσεις εκλογής βουλευτή, οι οποίες στην περίπτωσή μας αφορούν στο αν η ενεργός στήριξη του Κασιδιάρη συνιστά άσκηση πραγματικής ηγεσίας που καθιστά μη νόμιμη τη συμμετοχή του πολιτικού φορέα στις εκλογές και κατ’ επέκταση και των υποψήφιων βουλευτών. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτού του είδους η εικαζόμενη αντιδικία συνιστά ένα κυνήγι μαγισσών με ενδεχόμενες απρόβλεπτες συνέπειες, όπως η επανάληψη των εκλογών στις περιφέρειες που μετείχαν υποψήφιοι του εν λόγω κόμματος, εξέλιξη που απεύχονται οι πάντες.
Οπως αποδείχθηκε, οι νομοθετικές ρυθμίσεις που αποκλείουν τη συμμετοχή κομμάτων στις εκλογές πέρα από αμφίβολης συνταγματικότητας είναι πολιτικά ατελέσφορες και συχνά επιφέρουν αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκομένων, καθώς διατηρούν στην επικαιρότητα και διαφημίζουν έμμεσα τους ακροδεξιούς πολιτικούς φορείς.
Ο κ. Παναγιώτης Μαντζούφας είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.