Ξυπνάς, φτιάχνεις καφέ και στο πρωινό ζάπινγκ μαθαίνεις για μια γυναίκα που βρέθηκε δολοφονημένη με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην κοιλιά. Ακούς το ηχητικό απόσπασμα από έναν έντονο διαπληκτισμό που είχε με τον πρώην σύζυγο. Υστερα ο ρεπόρτερ σού περιγράφει την απόγνωση του κοριτσιού που έμαθε ότι η μητέρα της έπεσε νεκρή, σφαχτή σε ένα βρώμικο πεζοδρόμιο στο Μενίδι. Τα ακούς όλα αυτά ενώ παράλληλα τσεκάρεις τα μηνύματα στο κινητό, κάνεις κανένα like από υποχρέωση, σκέφτεσαι τι σε περιμένει μέσα στη μέρα. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο για τη δουλειά και στο ραδιόφωνο λένε τα ίδια. Κάποιος αναρωτιέται τι πρέπει να γίνει ώστε να σταματήσουν οι γυναικοκτονίες. Το μποτιλιάρισμα πυκνώνει και στο βάθος του ορίζοντα φαίνεται η αφρικανική σκόνη. Εχουμε περάσει από τα μισά του μήνα και το μυαλό μετράει ευρώ. Στον Κηφισό τα πάντα είναι ακίνητα. Ενα μακρύ ποτάμι από λαμαρίνα που ζέχνει καυσαέρια. Και τότε έρχεται η σκέψη που διώχνεις όλη μέρα, κάθε μέρα. Είναι ζωή αυτή;
Για να είμαι ειλικρινής, σήμερα σκεφτόμουν να «κλέψω» λίγο στη στήλη, λόγω φόρτου εργασίας. Να γελάσουμε μαζί για τη σταθερότητα που επικαλείται ο Μητσοτάκης, να σχολιάσουμε το τροχόσπιτο του Κασσελάκη και το άγχος του Ανδρουλάκη. Να χαχανίσουμε με τον Βελόπουλο, που έσκισε το ΦΕΚ των Πρεσπών και να προτείνουμε στον Πρόεδρο της Βουλής να τοποθετήσει χαμηλό φωτισμό και ένα μεγάλο λευκό πανί μπροστά από το βήμα. Και μετά να διαβάσουμε παρέα καμιά δημοσκόπηση για να περάσουμε στην εθνική μας μοναξιά, έτσι όπως μας εκνευρίζουν οι Αλβανοί, μας προκαλούν οι Βορειομακεδόνες και μας προβληματίζουν οι Τούρκοι. Ευτυχώς με τη Βουλγαρία, όλα καλά. Ακόμα. Ομως η αλήθεια είναι ότι με όλα τα παραπάνω ασχολείται πλέον μόνο αυτός ο μικρόκοσμος του κέντρου πρωτευούσης εντός του οποίου κινείται η πολιτική και δημοσιογραφική πανίδα. Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε σας, αλλά εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω κανονικό άνθρωπο που να τα παρακολουθεί όλα αυτά. Οι άνθρωποι βαριούνται. Αυτό μπορεί να είναι και θετικό, να δείχνει ότι αισθάνονται σχετικά ασφαλείς, να πιστεύουν ότι δεν διακυβεύονται τα σοβαρά της ζωής, όλα έχουν μπει στις ράγες, πήραν τον δρόμο τους. Ενδέχεται όμως να δηλώνει και το ακριβώς αντίθετο. Αισθάνονται ότι τίποτα από όλα αυτά, της πολιτικής, δεν αφορά και δεν μπορεί να αλλάξει τις ζωές τους.
Αξίζει όμως να σταθούμε σε μία δημοσκόπηση που δεν ήταν αδιάφορη, όπως οι υπόλοιπες. Στην έρευνα της Metron Analysis που έγινε για τον «Κύκλο Ιδεών» του Ευάγγελου Βενιζέλου, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον (ως και συναρπαστικό) συνέδριο με θέμα την «Καμπύλη της Μεταπολίτευσης». Εκεί κατεγράφη η νοσταλγία των ερωτηθέντων για τα χρόνια του ΠαΣοΚ, δηλαδή για τα χρυσά 80ς. Πώς εξηγείται αυτό; Νομίζω ότι δεν αρκεί η πολιτική και κοινωνική προσέγγιση. Οι μεγαλύτεροι νοσταλγούν τη νιότη τους και οι νεότεροι νομίζουν ότι τότε είχαμε κοτέτσια με κότες που έκαναν χρυσά αβγά. Η ίδια έρευνα έδειξε ότι ανησυχούμε για το μέλλον, ενώ οι νέοι εκτιμούν ότι θα ζήσουν πιο δύσκολα από τους γονείς τους. Ζούμε, λοιπόν, σε μία κοινωνία που αναπολεί το παρελθόν και φοβάται για το μέλλον. Δεν ήταν έτσι πάντα. Γιατί πάντα, τουλάχιστον στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, είχαμε μπροστά μας έναν στόχο. Ηταν η ΕΟΚ, το 1992, η ΟΝΕ, το ευρώ, οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ακόμα και η έξοδος από την οικονομική κρίση ήταν ένας κάποιος στόχος. Τώρα; Τι περιμένουμε; Τι έχουμε μπροστά μας για να σημαδεύει τον ορίζοντά μας; Το συλλογικό μας φαντασιακό έχει ξεμείνει από οράματα.
Τώρα γυρίστε πίσω, εκεί που ήμασταν στην αρχή του κομματιού. Στο μποτιλιάρισμα, στον Κηφισό. Στο ραδιόφωνο λένε για την κατανάλωση ψυχοφαρμάκων που έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Ο ραδιοφωνικός παραγωγός το σχολιάζει ως αρνητική εξέλιξη, ως σημάδι κοινωνικής παθογένειας και καθολικής διαταραχής. Δεν έχει ιδέα, δεν ξέρει τι του γίνεται. Γιατί αν δεν φτάναμε, ως κοινωνία, σε ύψος-ρεκόρ στην κατανάλωση ψυχοφαρμάκων, τώρα οι τάφοι μπορεί να ήταν σαν τις θέσεις πάρκινγκ: να μη φτάνουν για όλους.