Δεν χωρεί πια αμφιβολία ότι η κυβέρνηση πιέζεται πολλαπλώς. Φαίνεται, προκύπτει από τις αμήχανες αντιδράσεις των υπουργών, αλλά και από την ολοένα και πιο αυτοναφορική στάση του Πρωθυπουργού όχι μόνο στο επίμαχο θέμα της τραγωδίας των Τεμπών, αλλά και συνολικά για τις περισσότερες των πτυχών της κυβερνητικής πολιτικής.
Η περιγραφή και η υπεράσπιση των πεπραγμένων της μακράς πια διακυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη δεν έχει τη δύναμη, ούτε την «αθωότητα» των πρώτων ετών.
Πλέον το επιχείρημα ότι φταίνε οι άλλοι, οι προηγούμενοι, δεν ευσταθεί ή καλύτερα έχει ξεπεραστεί από τον χρόνο. Οι προσδοκίες επίσης δεν είναι το ίδιο ελκυστικές. Δεν συγκινούν τους πολίτες. Η κυβερνητική αφήγηση της ανάπτυξης, των επενδύσεων και της προπαγανδιζόμενης προόδου χάνεται, σβήνει υπό το βάρος του πλήθους των προβλημάτων που βιώνει η κοινωνική πλειοψηφία.
Η πλειονότητα των πολιτών δεν νιώθει μέρος του σχεδίου που παρουσιάζουν οι κυβερνώντες. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι δεν τους αφορά, δεν τους καλύπτει, παρά εξελίσσεται για τους λίγους, για τους έχοντες και κατέχοντες.
Η συσσωρευμένη ακρίβεια δεν παλεύεται και η ανημπόρια απέναντι σε προβλήματα υγείας π.χ. αποκαρδιώνει. Οπως και η πανάκριβη στέγη και η δυσκολία απόκτησης αξιοπρεπούς κατοικίας κλονίζει τους νεότερους που ρωτούν με απορία τους μπούμερς «πώς καταφέρατε εσείς και αποκτήσατε σπίτια;». Κακά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης κυβερνά κοντά έξι χρόνια πια και προφανώς φέρει ακεραία την ευθύνη για όσα συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν στη χώρα.
Επιπλέον υπάρχουν εμπειρίες κακοδιοίκησης και κακοδιαχείρισης. Και πρακτικές που επίσης προβληματίζουν, με πρώτη εκείνη των υποκλοπών. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα έχει προ πολλού τρωθεί. Και η εκτίμηση των πολλών για τη Δικαιοσύνη δεν είναι αποτέλεσμα συνωμοσιολογίας. Ο κόσμος έχει μάτια και βλέπει.
Οταν οι δικαστές και οι εισαγγελείς λειτουργούν ως πειθήνια όργανα ή ακόμη χειρότερα ως «πλυντήρια» της εκτελεστικής εξουσίας πώς οι πολίτες να έχουν διαφορετική άποψη και εκτίμηση;
Δύο χρόνια έχουν περάσει και η διερεύνηση των συνθηκών της τραγωδίας των Τεμπών παραμένει εκκρεμής.
Αλλά και στον ίδιο τον σιδηρόδρομο τι αλήθεια έχει αλλάξει; Ποια μέτρα και ποιες πολιτικές έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να είναι ασφαλή τα ταξίδια με τρένα;
Στην πολιτική τίποτε δεν είναι αδιάφορο. Και ο χρόνος άσκησης της εξουσίας και τα αποτελέσματα των πολιτικών και οι καταπίπτουσες προσδοκίες ασκούν τις επιδράσεις τους.
Ολα λοιπόν αθροιζόμενα και συμποσούμενα συγκροτούν περιβάλλον φθοράς και υποχώρησης. Με αποτέλεσμα βαθμιαία να ανακύπτει κρίση εμπιστοσύνης και να βαθαίνει στον χρόνο πλήττοντας όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και τους θεσμούς.
Γεγονός που προσφέρει χώρο και δυνατότητες στις αντισυστημικές και λαϊκιστικές δυνάμεις, οι οποίες μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αναθάρρησαν και πιστεύουν ότι μπορεί να έχουν την ευκαιρία τους. Πολύ περισσότερο όταν ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με αντίστοιχα φαινόμενα πολιτικής φθοράς των παλαιών δυνάμεων.
Είναι μια δύσκολη πολιτική συνθήκη αυτή όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για τις συστημικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Η οποία δεν θα ξεπεραστεί χωρίς νέους πολιτικούς αγώνες, συνοδευόμενους από αξιόπιστα σχέδια αναγέννησης της χώρας και κινητοποίησης του ελληνικού λαού.