Μια γιγαντιαία άσκηση πολιτικής αυτοαναφοράς βρίσκεται σε εξέλιξη μπροστά στα μάτια μας. Κερδίζει δημόσιο χώρο, σπαταλάει κοινωνικό χρόνο. Συμβαίνει συχνά σε κάθε μετάβαση, όπως αυτή που ζούμε, στο παραλυτικό μεταίχμιο και στην αιματηρή κόψη του. Μπροστά μας, δύο κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ, πρώτο και δεύτερο διαδοχικά στην αντιπολίτευση, επιδίδονται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συντηρήσουν αυτό που υπήρξε, να δώσουν παράταση το καθένα σε μια πολιτική υπόσταση που η δυναμική της δοκιμάστηκε και εξαντλήθηκε στο πεδίο της πράξης. Και το μεν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υιοθετεί πρακτικές κλειστού συστήματος, το δε κόμμα που διεκδικεί να καταλάβει τη θέση του επανέρχεται μηχανικά με κάθε ευκαιρία στο παρελθόν του.
Θα μπορούσε κανείς εύκολα να κατανοήσει την εμμονική αυτοαναφορά τού εκπνέοντος ΣΥΡΙΖΑ, αν φέρει στη σκέψη του τις κομμουνιστογενείς ρίζες του. Πλανάται η φιλοσοφία της σέχτας και ένας λόγος κτήτορος τη συμπληρώνει. Αυτό δεν αλλάζει, το τέλος δεν αποφεύγεται. Από το ΠαΣοΚ, κόμμα ορθολογικό σε φάσεις της πορείας του, με κριτική σκέψη σε εποχές δύσκολες και με εκφραστές τολμηρούς πραγματιστές, θα περίμενε κανείς έναν αυτονόητο απεγκλωβισμό από τα δεσμά της μνήμης και μια προσπάθεια απελευθέρωσης από την αιχμαλωσία και τον πειρασμό της διαρκούς αυτοναφοράς.
Τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία, όπως παράδοξα επιμένει το ΠαΣοΚ του 13% τις τελευταίες μέρες, καλούνται να υπερβούν τον εαυτό τους.
Κάθε αυτοαναφορά είναι μια αναδίπλωση στον εαυτό σου. Ενας δεσμός με την προτέρα σου ύπαρξη, μια επιστροφή στο ασφαλές καταφύγιο του παρελθόντος, που με μια ιερότητα περίπου τελεί υπό διαρκή επίκληση, είτε στο καθαγιασμένο στην περίπτωση κομματικά πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου είτε στο εξωραϊσμένο σύνολο κατακτήσεων και επιτευγμάτων. Μόνο που τα κόμματα έχουν υποχρέωση πρώτη και τελευταία να είναι προσηλωμένα στο παρόν και στις απαιτήσεις του, το παρόν που θα είναι πάντα πιο απαιτητικό και από την πιο τολμηρή φαντασία.
Μόνο που τα κόμματα, πέρα από πολιτικοί οργανωτές, έχουν την υποχρέωση να είναι επεξεργαστές νοήματος, σε αντιστοιχία με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των ανθρώπων της εποχής. Τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία, όπως παράδοξα επιμένει το ΠαΣοΚ του 13% τις τελευταίες μέρες, καλούνται να υπερβούν τον εαυτό τους, να αρνηθούν δηλαδή κάθε αυτοαναφορά ως πηγή επιχειρημάτων και ζώνης πειστικότητας και να επεξεργασθούν μια πολιτική που μπορεί και να αφήνει πίσω της έναν κόσμο που τα γέννησε, αλλά δεν υπάρχει πια.
Μέσα στην ατμόσφαιρα της κουραστικής επανάληψης της ιστορίας του πλανάται ως αναγκαστικό συμπλήρωμα η Κεντροαριστερά. Εννοια νεφελώδης, απροσδιόριστη, κουρασμένη από την κατάχρησή της, απρόσφορη να ορίσει κάτι νέο, να εμπνεύσει ως κινητήρια ιδέα, να αποτυπώσει μια πολιτική κατεύθυνση στον μακρύ χρόνο και τους κινδύνους που τον συνοδεύουν. Παλαιά και εξαντλημένη η έννοια, είναι πολύ χρήσιμη σε μια προσέγγιση συμβατική, που δεν αντέχει – τα πρόσωπα δεν αντέχουν – τη δημόσια αυτοαμφισβήτηση αυτού που υπήρξε, την παραδοχή του τέλους των ένδοξων εποχών και την αποδοχή, ως ιστορικό κατάλοιπο, των εκλογικών του ορίων. Εχει πάντα ενδιαφέρον μια εκλογική διαδικασία ανάδειξης νέας ηγεσίας σε έναν πολιτικό χώρο. Χάνει το ενδιαφέρον της όταν οι πρωταγωνιστές δεν αντιλαμβάνονται ότι η κατεδάφιση του ναού είναι ο δρόμος.
Ο κύριος Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.