Ο λαός της πΓΔΜ βρίσκεται προ της σημαντικότερης απόφασης στην πρόσφατη ιστορία του. Το δημοψήφισμα που διεξάγεται σήμερα στη χώρα, παρά τον μη δεσμευτικό του χαρακτήρα, μπορεί να προδιαγράψει τις πολιτικές επιλογές της χώρας. Πιθανή συμμετοχή στο δημοψήφισμα που θα βρίσκεται αισθητά κάτω του 50% μπορεί να οδηγήσει τη συμφωνία των Πρεσπών και μαζί την προοπτική ταχείας ένταξης στο ΝΑΤΟ σε κατάρρευση. Οι εκτιμήσεις πάντως ερευνητών κοινής γνώμης και αναλυτών συγκλίνουν στο ότι, έστω και οριακά, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να προχωρήσει στο επόμενο βήμα της υλοποίησης της συμφωνίας που είναι η αλλαγή του Συντάγματος.
Οι καμπάνιες του δημοψηφίσματος ήταν μάλλον υποτονικές και δεν κατάφεραν να συγκινήσουν τον πληθυσμό. Η καμπάνια της κυβέρνησης Ζάεφ υπέρ του «Ναι» – σαφώς πιο δραστήρια και με καλύτερη χρηματοδότηση – προσπάθησε να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους αφενός με την επίκληση του πατριωτικού αισθήματος και αφετέρου υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία με την Ελλάδα ανοίγει τον δρόμο για ένταξη στο ΝΑΤΟ και αργότερα στην ΕΕ. Η εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO-DPMNE δεν είχε ενιαία και σαφή γραμμή και η στάση της αντικατοπτρίζει τα κρίσιμα διλήμματα που θα αντιμετωπίσει την επομένη του δημοψηφίσματος. Η καμπάνια για το μποϊκοτάζ παρά το γεγονός ότι δεν υποστηρίχθηκε από κάποιο μεγάλο κόμμα πέτυχε την ευρεία διάχυση του μηνύματος κατά της «εκβιαστικής και προδοτικής συμφωνίας». Οπως συνήθως συμβαίνει στα δημοψηφίσματα, οι διαχωριστικές γραμμές διαπέρασαν οριζόντια πολιτικές και κοινωνικές ομάδες, ακόμα και οικογένειες. Φιλίες και κοινωνικές σχέσεις δοκιμάστηκαν. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι, εκτός των Αλβανών της πΓΔΜ, ακόμα και εκείνοι που θα ψηφίσουν θετικά στο ερώτημα του δημοψηφίσματος θα το κάνουν με «κρύα καρδιά». Η συμφωνία με την Ελλάδα δεν ικανοποιεί ιδιαίτερα ούτε τους ίδιους τους υποστηρικτές της κυβέρνησης Ζάεφ που τη θεωρούν αναγκαία.
Οι κάτοικοι της πΓΔΜ είναι «κουρασμένοι» από την πολιτική αβεβαιότητα, τη σχεδόν μόνιμη οικονομική κρίση, τη διαφθορά και τον νεποτισμό, την έλλειψη προοπτικών, την απομόνωση από την ΕΕ. Κάποιος που γεννήθηκε όταν η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε είναι σήμερα σχεδόν 30 ετών και πιθανότατα έχει ως μόνο όραμα για αισθητή βελτίωση της ζωής του τη μετανάστευση. Λίγοι πιστεύουν πραγματικά τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης για τα άμεσα υλικά οφέλη από την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Ολοι συνειδητοποιούν ότι η τελική ένταξη δεν είναι διόλου βέβαιη, ενώ αντιλαμβάνονται ότι η ίδια η ΕΕ βρίσκεται σε βαθιά κρίση και έχει αβέβαιο μέλλον. Ολοι έχουν κουραστεί από τη διαμάχη με την Ελλάδα και πάρα πολλοί επιζητούν την προοπτική μιας «κανονικότητας», ακόμα και αν αυτή θα έρθει με τίμημα την αλλαγή της ονομασίας της χώρας, κάτι που πιθανότατα παλαιότερα θα βίωναν ως μια ντροπιαστική ήττα.
Αυτό απαντά και στο ερώτημα του τι θέση είχε η Ελλάδα και ποια η ελληνική στάση στις καμπάνιες του δημοψηφίσματος. Η Ελλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα «παρούσα», με εξαίρεση τη ρητορική των σκληρών απορριπτικών της συμφωνίας, που βλέπουν στην Ελλάδα έναν «εκβιαστή γείτονα» που θέλει να εξαφανίσει τη «μακεδονική ταυτότητα». Αλλά η υπερ-εικοσιπενταετής ονοματολογική σύγκρουση έχει πλήξει καίρια την εικόνα της Ελλάδας ως βασικής Δυτικής χώρας στην περιοχή. Ο σλαβομακεδονικός πληθυσμός όλων των πολιτικών αποχρώσεων δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει το γεγονός ότι η Ελλάδα αντιστρατεύθηκε τη νεότευκτη χώρα με κάθε τρόπο και ότι πέτυχε να αποτρέψει την ενσωμάτωση στους δυτικούς θεσμούς. Ακόμα και αυτοί που βλέπουν στο καθεστώς Γκρουέφσκι το «απόλυτο κακό» και τη συνεργασία με την Αθήνα ως απαραίτητη για ένα καλύτερο μέλλον δεν παύουν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα έπαιξε δραματικά αρνητικό ρόλο για τη χώρα τους, ενώ θα μπορούσε να είχε γίνει ο στενότερος συνεργάτης της.
Τα ανάμεικτα αισθήματα αυτών που είναι υπέρ της συμφωνίας με την Ελλάδα αποκαλύπτουν και τις προκλήσεις για την ελληνική πολιτική την επαύριο της κύρωσης της συμφωνίας. Η Ελλάδα θα πρέπει να επανακτήσει την εμπιστοσύνη της γειτονικής χώρας. Και αυτό θα πρέπει να γίνει με γενναίες κινήσεις στενότερης διασύνδεσης των δύο κοινωνιών ώστε αφενός να επουλωθούν οι πληγές της μακράς αντιπαράθεσης των δύο χωρών και αφετέρου να εξασφαλιστεί η αμοιβαία επωφελής και ειλικρινής υλοποίηση της συμφωνίας.
Ο κ. Ιωάννης Αρμακόλας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.