Τη προηγούμενη φορά – αναφέρομαι στον Ιανουάριο του 2015 – ο κ. Σαμαράς αρνήθηκε να παραδώσει εθιμοτυπικά στον τότε νέο πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα. Το γεγονός καταγράφτηκε στα ευτράπελα της πολιτικής μας ιστορίας όμως συνέβη, και κανένας δεν ξέρει αν θα επαναληφθεί. Αλλά είτε παραδώσει κανονικά είτε ακολουθήσει το παράδειγμα του κ. Σαμαρά, ο κ. Μητσοτάκης αφήνει βαριά κληρονομιά και θα είναι μεγάλη η ευθύνη για τον νέο πρωθυπουργό.
Η ολισθαίνουσα Δημοκρατία. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αφήνει πίσω της μια Δημοκρατία που κατά το ινστιτούτο V-Dem του πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ είναι σε ολισθηρό δρόμο. Από το ίδιο Ινστιτούτο η ελληνική Δημοκρατία υποβαθμίστηκε από «φιλελεύθερη» σε απλώς «εκλογική δημοκρατία» και από τη θέση 34 το 2018 υποχώρησε στη θέση 49 το 2022. Οι υποκλοπές, η αδιαφάνεια, η έλλειψη λογοδοσίας, η λειτουργία των μέσων ενημέρωσης είναι μεταξύ των υπευθύνων για αυτήν τη διολίσθηση.
Το υπέρογκο Δημόσιο Χρέος. Το δημόσιο χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, από 356 δισ. ευρώ το 2019 έκλεισε το 2022 στα 400 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθούν 6 δισ. ευρώ που δανείστηκε η κυβέρνηση τους πρώτους μήνες του 2023. Τα 50 και πλέον δισ. ευρώ «Χρέος Μητσοτάκη», πρόσθετα στο ήδη υπέρογκο χρέος, αποτελούν βαριά κληρονομιά για τη χώρα και την επόμενη κυβέρνηση.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών έχει μπει ξανά σε επικίνδυνη τροχιά. Από 2,7 δισ. ευρώ το 2019, το έλλειμμα διαμορφώθηκε στα 20 δισ. ευρώ το 2022, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Το γεγονός ότι το έλλειμμα διευρύνεται ενώ αυξάνουν οι εξαγωγές, επιβεβαιώνει ότι για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα δεν ευθύνονται οι μισθοί αλλά το παραγωγικό μοντέλο και η δομή της κατανάλωσης. Ο συνδυασμός της αύξησης του χρέους και του εξωτερικού ελλείμματος δημιουργεί μια επικίνδυνη δυναμική αν δεν ελεγχθεί έγκαιρα.
Το αντιαναπτυξιακό-πελατειακό κράτος. Μια από τις χειρότερες κληρονομιές που αφήνει πίσω της η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ένα βαθύτατα αντιαναπτυξιακό, αποδιαρθρωμένο και πελατειακό κράτος. Η «απόσυρση» του κράτους από τα αναπτυξιακά του καθήκοντα έχει την ιστορία της, και ταυτίζεται με την τριαντάχρονη «νεοφιλελεύθερη προσαρμογή». Ομως η παρούσα κυβέρνηση διεύρυνε όλες τις παθογένειες και κυρίως τις νομιμοποίησε ως μια κανονικότητα. Το τραγικό γεγονός των Τεμπών κάνει επιτακτική την ανάγκη για μια άλλη «κοινή λογική» που θα προτάσσει τον σεβασμό της ζωής και της ασφαλείας των ανθρώπων και της κοινωνίας.
Η χώρα διαθέτει, ακόμη, κάποιο χρόνο και κάποιους πόρους να αξιοποιήσει, πριν ο «ασφαλής διάδρομος» που εξασφάλισε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξαντληθεί.
Ο κ. Γιάννης Δραγασάκης είναι πρώην υπουργός, υποψήφιος βουλευτής Δυτικού Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.