Το φετινό καλοκαίρι, με τα μέχρι τώρα προκαταρκτικά μετεωρολογικά δεδομένα, ήταν το θερμότερο στα χρονικά των καταγραφών για την Ελλάδα, σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες τους τρεις θερινούς μήνες ήταν οι υψηλότερες που έχουν μετρηθεί ποτέ, ξεπερνώντας τα ιστορικά ρεκόρ που είχαν καταγραφεί μόλις πέρσι, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο Κοπέρνικος.
Οπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει το δελτίο Τύπου του παρατηρητηρίου, φέτος είχαμε «τον πιο θερμό Ιούνιο και τον πιο θερμό Αύγουστο που έχουν καταγραφεί ποτέ, την πιο θερμή ημέρα που έχει καταγραφεί ποτέ και το πιο θερμό καλοκαίρι που έχει καταγραφεί ποτέ».
Και μπορεί η σύμπτωση με την αναμενόμενη ηλιακή κορύφωση ως το 2025 – στον συνήθη 11ετή ηλιακό κύκλο – να είχε μια οριακή επίδραση στην πορεία της παγκόσμιας θερμοκρασίας, όμως δεν τίθεται καμία απολύτως αμφιβολία πως ο κύριος παράγοντας που έχει οδηγήσει σε αυτήν την αλλεπάλληλη εμφάνιση ολοένα και υψηλότερων θερμοκρασιακών καταγραφών οφείλεται στην ανθρωπογενή εντατικοποίηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την ακόλουθη κλιματική αλλαγή ή ορθότερα κλιματική κρίση. (1)
Καθώς ο κυριότερος εκπομπός Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ), παγκοσμίως, είναι ο τομέας παραγωγής ενέργειας ενώ, παράλληλα, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να έχει σαφείς επιδράσεις στη ζήτηση ενέργειας, προκύπτει μια πολύ ενδιαφέρουσα δυναμική μεταξύ της πορείας της κλιματικής αλλαγής και της αγοράς της ενέργειας, που σε έναν βαθμό ενσωματώνει χαρακτηριστικά φαύλου κύκλου. (2)
Το σπάσιμο αυτού του φαύλου κύκλου δεν απαιτεί κάτι διαφορετικό από ό,τι απαιτεί η αντιμετώπιση – ή, πιο ρεαλιστικά, ο μετριασμός – της ίδιας της κλιματικής αλλαγής, ήτοι τη δραστική μείωση των εκπομπών των ΑτΘ γενικά και ειδικότερα στην παραγωγή ενέργειας. Αυτόν ακριβώς τον στόχο προσπαθεί να επιτύχει η ανθρωπότητα, μέσω της διεύρυνσης στη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Εύλογα κανείς θα αναρωτηθεί, τι επιπτώσεις αναμένουμε στην ελληνική αγορά ενέργειας από την κλιματική αλλαγή και κατά πόσον προετοιμαζόμαστε κατάλληλα για αυτές.
Στην πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα (3), η ερευνητική ομάδα επιχείρησε να προσδιορίσει τις ακριβείς επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή σε συγκεκριμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας, βάσει τριών διαφορετικών σεναρίων του ΟΗΕ (Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή – IPCC) για την εξέλιξη των συγκεντρώσεων των ΑτΘ στην ατμόσφαιρα.
Ενα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης αυτής είναι ότι σε όλες τις περιοχές της χώρας μας οι ανάγκες αναμένεται να μειωθούν, ενώ οι ανάγκες ψύξης αναμένεται να αυξηθούν, με το συνολικό αποτέλεσμα να είναι θετικό (αύξηση συνολικών αναγκών θέρμανσης και ψύξης). Πιο συγκεκριμένα, στο σύνολο σχεδόν της επικράτειας της Ελλάδας, πλην των νοτίων παραθαλασσίων περιοχών και νησιών, οι βαθμοημέρες (4) θέρμανσης αναμένεται να μειωθούν κατά 10-30% ως το 2065 (ανάλογα με το σενάριο).
Στις νότιες παραθαλάσσιες περιοχές και ιδιαίτερα στα μικρά νησιά του Αιγίου, αναμένεται μια σημαντικά εντονότερη μείωση των αναγκών θέρμανσης, που φτάνει έως και το 50%, στο ίδιο διάστημα. Στον αντίποδα, οι βαθμοημέρες ψύξης στο σύνολο των πεδινών περιοχών της χώρας αναμένεται να αυξηθούν κατά 20-60%, στο ίδιο διάστημα, ενώ στις ορεινές περιοχές μπορεί να προκύψει έως και υπερτριπλασιασμός των ψυκτικών αναγκών (αύξηση μεγαλύτερη του 200%). Αν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε ότι η ενεργειακή επιβάρυνση της ψύξης είναι μεγαλύτερη από της θέρμανσης (5) και πως οι θερμικές απώλειες των κτηρίων είναι κατά κανόνα σημαντικά μικρότερες από τις ψυκτικές απώλειες (6), γίνεται σαφές ότι η συνολική επίπτωση των παραπάνω στη ζήτηση ενέργειας στην Ελλάδα θα είναι σημαντικά αυξητική.
Πώς προετοιμαζόμαστε, ως χώρα, για όλα αυτά; Δύο είναι οι άξονες της απαραίτητης πολιτικής. Από την πλευρά της ζήτησης, χρειάζεται μια εντατική προσπάθεια βελτίωσης των κτηριακών υποδομών της Ελλάδας, προς την κατεύθυνση της αρτιότερης θερμομόνωσης (μείωση θερμικών/ψυκτικών απωλειών) και της αποδοτικότερης χρήσης της ενέργειας γενικά, αλλά κυρίως κατά την ψύξη. Από την πλευρά της προσφοράς, πρέπει να επιδιωχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα της χώρας (όχι μόνο ως προς την ηλεκτροπαραγωγή), το οποίο προαπαιτεί σημαντικές αναβαθμίσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο και ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης.
Στον πρώτο άξονα, ο Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕνΑΚ), που επέβαλε σημαντικές βελτιώσεις ενεργειακής απόδοσης σε όλα τα νέα κτήρια, δεν είχε σημαντικό αποτέλεσμα στο συνολικό κτηριακό δυναμικό της χώρας όσο η οικοδομική δραστηριότητα παρέμενε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Με την επανεκκίνησή της, η σταδιακή είσοδος στο ελληνικό κτηριακό απόθεμα νέων, εξαιρετικών ενεργειακά, κτηρίων θα αποδώσει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου.
Η μεγαλύτερη όμως έμφαση είναι απαραίτητο να δοθεί στην ενεργειακή αναβάθμιση των υπαρχόντων κτηρίων, κάτι που επιχειρείται μεν με τα διάφορα προγράμματα «Εξοικονομώ», αλλά με αποτελεσματικότητα που μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά.
Οσον αφορά στον δεύτερο άξονα, η Ελλάδα πρωταγωνιστεί τα τελευταία χρόνια στη διείσδυση των νέων ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά και αιολικά) στην ηλεκτροπαραγωγή. Ομως, οι ηλεκτρικές υποδομές της χώρας δεν αναβαθμίστηκαν με τον αντίστοιχο – και απαραίτητο – ρυθμό, με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος από την παραγόμενη ενέργεια των νέων αυτών πηγών να απορρίπτονται. Συγκεκριμένα, μέχρι τα τέλη του Ιουλίου του 2024, είχαν περικοπεί περισσότερες από 500 πράσινες GWh, υπερδιπλάσια ποσότητα ενέργειας από αυτήν που είχε περικοπεί στο σύνολο του 2023 (228 GWh). Αποτελούν, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη οι άμεσες αναβαθμίσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο (εσωτερικό και διεθνείς διασυνδέσεις) και η ταχεία ανάπτυξη μονάδων αποθήκευσης ενέργειας (ιδιωτικών και δημοσίων), ώστε αφενός να μην «πετάμε» πράσινη ενέργεια που παράγουμε και αφετέρου να παραμείνει οικονομικά σκόπιμη η ανάπτυξη περαιτέρω μονάδων ΑΠΕ.
- Ενδεικτικά, η μετρούμενη ηλιακή δραστηριότητα κατά τη δεκαετία του 2010 ήταν ισοδύναμη με αυτήν της δεκαετίας του 1950, όμως η μέση παγκόσμια θερμοκρασία της δεκαετίας του 2010 ήταν αυξημένη κατά περισσότερο από 1,5°C από αυτήν της δεκαετίας του 1950.
- Μια αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε ενίσχυση της συνολικής ζήτησης ενέργειας, η οποία με τη σειρά της επιφέρει αύξηση στις εκπομπές ΑτΘ και εντονότερη αύξηση της θερμοκρασίας.
- διαΝΕΟσις (2021), «Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας».
- Μονάδα μέτρησης των αναγκών θέρμανσης/ψύξης. Μία βαθμοημέρα ψύξης, π.χ., ισούται με την ανάγκη διατήρησης της θερμοκρασίας ενός εσωτερικού χώρου 1°C κάτω από την εξωτερική, για ένα 24ωρο.
- Με χρήση της πλέον αποδοτικής τεχνολογίας σε αμφότερες τις περιπτώσεις (αντλία θερμότητας).
- Οι θερμικές/ψυκτικές απώλειες μετρούν την έξοδο/είσοδο θερμότητας προς/από τον εξωτερικό χώρο (σε αντιστοιχία). Με απλά λόγια, είναι πιο εύκολο να διατηρηθεί ένας εσωτερικός χώρος ζεστός τον χειμώνα παρά δροσερός το καλοκαίρι.
Η δρ Φαίη Μακαντάση είναι διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις.