Καμιά φορά ακούς τα πιο εξωφρενικά πράγματα να λέγονται με τόση φυσικότητα που απορείς μήπως δεν μοιραζόμαστε όλοι τα ίδια «αυτονόητα».

Για κάποιους στον δημόσιο διάλογο, για παράδειγμα, είναι αυτονόητο να μην μπορούν οι Ελληνες να πηγαίνουν διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη. Σε μέρη όπου μέχρι πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια υπήρχε χώρος και για τον κροίσο και για τον μέσο πολίτη.

Πέραν του πόσο εξωφρενικό είναι να λέμε πως ένα κομμάτι της πατρίδας μας απευθύνεται μόνο σε πλούσιους μουσαφίρηδες που έρχονται να μας τα ακουμπήσουν, το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι πως χρόνο με τον χρόνο αυτό το κομμάτι της Ελλάδας όλο και μεγαλώνει. Παλιά ήταν η Μύκονος και η Σαντορίνη. Τώρα είναι σχεδόν όλες οι Κυκλάδες και όχι μόνο. Κι έπειτα είναι και η Αθήνα. Εδώ, που για να βρεις σπίτι πρέπει να έχεις τον Θεό μπάρμπα.

Πού σταματάει αυτό; Οι περισσότεροι σε αυτή τη χώρα όταν δούμε τουρίστα ασυναίσθητα χαμογελάμε. Είναι ένας συνδυασμός της κληρονομιάς του Ξένιου Δία που μας νοιάζει να διατηρούμε με τη συγκίνηση ή και την αίσθηση ευθύνης που γεννά η σκέψη πως κάθε φορά που συναντιούνται τα βλέμματά μας με κάποιον επισκέπτη είμαστε εμείς οι πρεσβευτές της χώρας.

Πόσο απέχουμε όμως από την… άλλη πλευρά; Στη Βαρκελώνη χιλιάδες άνθρωποι την έπεσαν στους τουρίστες. Προ μηνών τα ίδια έγιναν στα Κανάρια Νησιά και στη Μαγιόρκα. Οχι. Οι άνθρωποι δεν έγιναν ξαφνικά αφιλόξενοι αγροίκοι. Απλώς η ζωή τους έγινε αβίωτη. Ολα είναι πανάκριβα και τα σπίτια είναι για τους τουρίστες. Σας θυμίζει κάτι;

Πόσο απέχουμε κι εμείς από το να βγούμε στον δρόμο;

Τα ακτοπλοϊκά έχουν εκτοξευθεί στον Θεό και δεν μιλάει κανείς. Τα ξενοδοχεία είναι πανάκριβα. (Αν τα κλείσεις από την Ελλάδα, γιατί απ’ έξω είναι 30% φθηνότερα, μου έλεγε τις προάλλες μεγαλοπαράγοντας του τουρισμού.) Στις Κυκλάδες το νερό δεν φτάνει ούτε για ζήτω. Τα σκουπίδια του καλοκαιριού δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε.

Μπορούμε χωρίς τουρισμό; Οχι. Ούτε μπορούμε, ούτε θέλουμε. Η προτίμηση των τουριστών είναι πολύ περισσότερα από θεμέλιο της οικονομίας. Είναι πηγή εθνικής υπερηφάνειας. Οσο ταυτοτική είναι όμως για την Ελλάδα η τουριστική ελκυστικότητα, άλλο τόσο ταυτοτικό είναι για κάθε Ελληνα και το δικαίωμα στις διακοπές.

Αν χάσουμε αυτό που έχουμε μάθει να περιμένουμε όλον τον χρόνο, αυτή την τελευταία σταθερά μας, την πρόσβαση δηλαδή και την απόλαυση της ομορφιάς του τόπου μας, ας μην έχει κανείς αμφιβολία. Η ώρα που θα πάρουμε και εμείς τα νεροπίστολα και θα βγούμε στους δρόμους, σαν τους Ισπανούς, δεν αργεί.