Κατασκευάζοντας έναν αόρατο εχθρό

Κάθε φορά που ακούτε τη λέξη «woke», ζητήστε να σας εξηγήσουν τι εννοούν. Θα σας εντυπωσιάσουν οι απαντήσεις που θα πάρετε. Ή που, μάλλον, δεν θα πάρετε

Κάντε ένα πείραμα. Κάθε φορά που ακούτε τη λέξη «woke», ζητήστε να σας εξηγήσουν τι εννοούν. Θα σας εντυπωσιάσουν οι απαντήσεις που θα πάρετε. Ή που, μάλλον, δεν θα πάρετε. Ζητήστε, για παράδειγμα, να εξηγήσει τι εννοεί ο καλλιτέχνης που αποφαίνεται ότι «το woke ξεκίνησε καλά, αλλά παρεκτράπη σε ακρότητες». Τη συντηρητική καθηγήτρια που φωνάζει με τρεμάμενη φωνή «τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι woke culture». Τον πολιτικό που επαναλαμβάνει «μα είναι δυνατόν με βάση τη woke ατζέντα να φτάνουν να σπάνε αγάλματα;» (τον ίδιο παρεμπιπτόντως πολιτικό που πολύ χειροκροτούσε όταν έσπαγαν τα αγάλματα των κομμουνιστικών καθεστώτων).

Οσο πιέζεις για εξηγήσεις, όσο ρωτάς π.χ. ποια είναι αυτή η woke ατζέντα, ποιος την ανακοίνωσε, πού την έχουν περιγράψει, αναγκάζεσαι να αντιμετωπίσεις είτε γενικότητες είτε ανακρίβειες είτε παραπομπή σε φοβικά κείμενα που απλώς αναπαράγουν τις ίδιες ανακρίβειες και κατηγορούν αυτή την «ατζέντα» ως διεθνή συνωμοσία. Κατασκευάζοντας αόρατο εχθρό με έναν τρόπο που τον έχεις δει και αλλού και άλλοτε.

Ενα φάντασμα πλανάται ως εκ τούτου στη δημόσια σφαίρα – μεταξύ άλλων χωρών και της Ελλάδας – τον τελευταίο καιρό, το φάντασμα του woke. Σύμφωνα με τη «Libération», η Google μετέδωσε ρεκόρ αναζητήσεων στις 6 Νοεμβρίου με την ερώτηση «Τι είναι το woke;». Το οποίο δείχνει και μια από τις βασικές πλευρές του προβλήματος: όπως και με κάθε φασματική φοβία, η φοβία για το woke ξεκινά χωρίς να καλοξέρουμε και τι φοβόμαστε.

Ας επιμείνουμε λοιπόν σε μερικές λεπτομέρειες.

Η αγγλική αυτή λέξη, μια φωνητική γραφή της λέξης «awake», δηλαδή «ξύπνιος, άγρυπνος, σε εγρήγορση», είχε για δεκαετίες χρησιμοποιηθεί στην Αμερική με την έννοια της επαγρύπνησης σε σχέση με τον ρατσισμό (και δη τον αφανή και συστημικό) και ήρθε ξανά σε ευρύτερη χρήση στις κινητοποιήσεις του Black Lives Matter της τελευταίας δεκαετίας. Διαδόθηκε όμως κυρίως μέσω της χρήσης της από όσους κατήγγελλαν τα κινήματα κατά των διακρίσεων και ήθελαν να δημιουργήσουν μια γενικευτική ιδεολογία εναντίον τους.

Eίναι, δηλαδή, ως έννοια το woke έτσι όπως χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα, ετεροκαθοριστική. Προσωπικά, για παράδειγμα, δεν την είδα να βγαίνει μέσα από τον λόγο των δικαιωματικών κινημάτων στην Ελλάδα, και είναι και ακραία ειρωνικό οι άνθρωποι που κατηγορούν αυτά τα κινήματα ότι χρησιμοποιούν αγγλοσαξονικούς όρους (π.χ. κουίρ) να έρχονται τώρα να τα καπελώσουν με άλλον έναν και να το κάνουν μάλιστα αυτό με μια προπαγανδιστική στρατηγική που έρχεται κατευθείαν από το εξωτερικό.

Γιατί, ας μη γελιόμαστε, το «αντι-woke» ως μοδάτη πρακτική λόγου (αυτό το «αχ, δεν μπορώ τις woke ακρότητες» που πρέπει πλέον να κολλάει παντού) είναι αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης αντιδραστικής προπαγάνδας που βρήκε την αποθέωσή της στην πρόσφατη εκλογική καμπάνια του Τραμπ στην Αμερική. Αν μάλιστα δείτε σε λεπτομέρειες αυτή την καμπάνια (π.χ. το δυστυχώς πολύ επιτυχημένο σύνθημα «Kamala is for they/them, Trump is for you»), δεν είναι δύσκολο να διακρίνετε πόσο πίσω από το πιο κομ ιλ φο «αντι-woke» καπελάκι της δεν έκρυβε καν τα βασικά της συγκολλητικά χαρακτηριστικά, που παρέμεναν η τρανσφοβία, ο ρατσισμός, ο ηθικός πανικός, η μεταναστοφοβία.

Το να κατηγορούμε την καμπάνια της Χάρις ότι έχασε επειδή επέμεινε πολύ «στη woke ατζέντα» (όπως διάβασα κατά κόρον και στην Ελλάδα) είναι μέρος αυτής της προπαγάνδας. Μια στρατηγική που την ξέρουμε, και αυτήν, από παλιά: όπου για την πατριαρχική βία φταίνε οι φεμινίστριες, για την ομοφοβία οι γκέι, για τον αντισημιτισμό οι Εβραίοι, για τον ρατσισμό οι ίδιοι οι μετανάστες που τον υφίστανται κ.λπ., κ.λπ. Τώρα και για το ότι εργαλειοποιήθηκαν όλες οι φοβίες εναντίον της φταίει η ίδια η Κάμαλα, που ήτανε πολύ woke.

Ας κλείσω με δύο αιτιάσεις που καμώνονται τις πιο ενημερωμένες. Η πρώτη είναι αυτή που κατηγορεί το woke ότι προχωρά σε ανιστορικές κρίσεις. Είναι δυνατόν, σου λένε, να κατηγορούνται για ρατσισμό και αποικιοκρατικό πνεύμα άνθρωποι όπως ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (το όνομα του οποίου αφαιρέθηκε από τον τίτλο της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πρίνστον) ή ο επιχειρηματίας και ευεργέτης Σεσίλ Ρόουντς (για τη θέση του αγάλματος του οποίου στην Οξφόρδη έγιναν πρόσφατα μεγάλες διαδηλώσεις).

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πλάσματα της εποχής τους, σου λένε, δεν μπορείς να τους καταγγέλλεις με σημερινά κριτήρια. Επιχείρημα πασπαρτού, που συχνά κοιτάζει να ξεπλύνει κάθε ακρότητα και εγκληματική βία του παρελθόντος – δεν τολμάς να αναδείξεις, π.χ., τον σεξισμό ενός παλιού συγγραφέα, αμέσως σου κουνάνε επιδεικτικά την καταγγελία ότι δεν ξέρεις να διαβάζεις.

Μα, αν δεις τις συγκεκριμένες κινηματικές συζητήσεις, βλέπεις ότι αν τις χαρακτηρίζει κάτι, είναι ο ιστορικός προβληματισμός. Θέτουν το πόσο ιστορικά προβληματικό είναι να θεωρουμε «φυσικές» πρακτικές του παρελθόντος όπως η αποικιοκρατία, η δουλεία, η ρατσιστική εκμετάλλευση, η έμφυλη οικογενειακή βία, η φονική ομοφοβία, η νεκροπολιτική τρανσφοβία κ.λπ.

Το να τιμούμε ανθρώπους που αρίστευσαν και σε αυτές τις πρακτικές (χωρίς ούτε καν να αναφέρουμε την εμπλοκή τους) είναι εν τέλει και ένας από τους λόγους που πακτώνονται αυτές οι πρακτικές ως «φυσικά» ιστορικά δεδομένα. Και δεν αφήνει κανέναν χώρο να ακούσουμε τις φωνές των ανθρώπων που αισθάνονταν και τότε (γιατί ναι: υπήρχαν και «τότε» κραυγές καταγγελίας), και αισθάνονται και σήμερα, κατακρεουργημένοι και από τις πρακτικές και από το ξέπλυμά τους.

Η δεύτερη κριτική είναι ότι πολλές κινητοποιήσεις βασίζονται σήμερα «υπερβολικά» στα θέματα των προσωπικών δικαιωμάτων, της αντιμετώπισης του ρατσισμού και στην έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα. Ξεχνάς, σου λέει, την τάξη και μιλάς για τα δικαιώματα των μαύρων τρανς. Εδώ η παρανόηση είναι τόσο προσβλητική που δεν ξέρεις από πού να την πιάσεις. Γιατί μιλάμε για μια σειρά από κινήματα που εξαρχής προσπάθησαν να θέσουν κοινωνικά, στις διασταυρώσεις τους, και τις ταυτότητες και τους αποκλεισμούς τους. Κι αν η έμφυλη και η φυλετική ταυτότητα αναδύονται εκ νέου τόσο κεντρικά σήμερα είναι και γιατί ζούμε σε εποχές ακραίας βιοπολιτικής.

Σε εποχές δηλαδή κατά τις οποίες μανιακά προσπαθούν να μας πείσουν ότι κάποιες ζωές μετρούν περισσότερο από κάποιες άλλες, ότι όσες βρίσκονται «εντός» αυτού του συστήματος αναγνώρισης έχουν μια κάποια ασφάλεια, ενώ όσες είναι έξω είναι προγραμμένες. Σε μια τέτοια εποχή λοιπόν, που σου υπενθυμίζουν με κάθε μικροαλγόριθμο ότι καλό είναι να κάτσεις στα αβγά σου μη και βρεθείς στην απ’ έξω, κινήματα που ξεκινούν από το σώμα και τους αποκλεισμούς έχουν τη δυνατότητα κάπως να μας ξεκουνήσουν. Ε, όχι, σου λένε, κοίτα. Στα αβγά μου δεν κάθισα. Καιρός να μιλήσουμε, με παράδειγμα αυτή την αντίσταση, συγκεκριμένα, πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά, διασταυρωτικά, και για τις υπόλοιπες.

Ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου είναι καθηγητής Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.