Κάθε φορά που επιστρέφουμε από τριήμερο στην επαρχία ή σε κάποιο νησί, η ίδια ιστορία, να προσπαθούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας να συνεχίζει τη ζωή του εκεί. Ξέρουμε πως η ματιά του ταξιδιώτη, του πρόσκαιρου, αλλά και η ματιά των ντόπιων απέναντί μας μικρή σχέση θα έχουν με την πραγματικότητα, όταν βρεθείς εκεί με την οικοσκευή και όχι μόνο με μία βαλίτσα.
Ομως έχει αρχίσει να γίνεται για όλο και περισσότερους μία ενεργή προοπτική και όχι ένα καταδικασμένο όνειρο. Αν δεν αισθάνονταν πως πηγαίνουν σε έναν τόπο που κάθε μέρα ξεχνιέται και περισσότερο – πόσο εύκολα πηγαίνεις τα παιδιά σου σε μέρος δίχως επανδρωμένα και εξοπλισμένα ιατρικά κέντρα και με το κοντινότερο νοσοκομείο να θέλει ελικόπτερο; – αρκετοί γνωστοί θα το είχαν ήδη επιχειρήσει.
Κάποιες σχέσεις ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν. Για πολλούς η σχέση με τη μεγαλούπολη έχει τελειώσει. Μένουν μαζί της για τους ίδιους λόγους που μένουν σε όλες τις τελειωμένες σχέσεις τους.
Ξεβόλεμα, οικονομική ανασφάλεια, αλλαγή δουλειάς, φόβος μήπως δεν βγει το νέο σχέδιο και κάτσε να μεγαλώσουν πρώτα τα παιδιά…
Σκεφτόμαστε πως η εποχή δεν σηκώνει ακροβατικά αλλά αν μία εποχή σηκώνει ακροβατικά είναι αυτή, όχι επειδή έχει κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα αλλά γιατί αυτή είναι η εποχή της μίας και μοναδικής ζωής σου. Ποτέ δεν θα είσαι απολύτως έτοιμος και σίγουρος αλλά κάποτε πρέπει να μάθουμε πώς είναι να πραγματώνεις εκείνη τη λεβέντικη φράση «παίρνω τη ζωή μου στα χέρια μου».
Οταν τους ρωτάς τι τους γοητεύει κάποιοι λένε η φύση, άλλοι οι πιο ζεστές ανθρώπινες σχέσεις, άλλοι η γαλήνη. Αν επιχειρήσεις να αναλύσεις όλα αυτά και να φτάσεις στον πυρήνα και στο αρχικό κύτταρο, εκεί θα βρεις τον χρόνο. Την άλλη σχέση με τον χρόνο θέλουν. Το ένα από τα δύο απάλευτα πράγματα για τον άνθρωπο. Χρόνος και θάνατος. Δεν τον σταματάς αλλά μπορείς να του δώσεις σχήμα, να τον νιώσεις να περνάει από μέσα σου και όχι από πάνω σου. Ο χρόνος είναι το μεγάλο μας πρόβλημα. Απότομες και χωρίς κανένα σχέδιο αυξομειώσεις της ταχύτητας, τρελές γκαζιές και φονικά φρεναρίσματα, φυλλαράκια στα γούστα του πιο τρελού ανέμου.
Και πάντα να μη φτάνει, να είναι λίγος, να είναι πολύς, να είναι τέλος πάντων κάτι, μας πιάνει από τον λαιμό αντί να ρολάρουμε ήσυχα με τη ροή του.
Τα άρθρα τα διαβάζουμε διαγώνια, τα βιβλία επίσης, στα τραγούδια αφιερώνουμε μόνο είκοσι δευτερόλεπτα πριν περάσουμε στο επόμενο, κάποιες σειρές στο συν δέκα δευτερόλεπτα, και οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους σκέτη κατανάλωση.
Τσαλαβουτάμε σε όλα, τσιμπάμε κάτι λίγο από όλα, και στην ουσία δεν είμαστε πουθενά, με κανέναν και τίποτα. Χρόνος σημαίνει θυσία, θυσιάζω κάτι για χάρη κάποιου άλλου, για να είμαι εκεί, δεν γίνεται να είσαι παντού. Μείνε μέσα στο τραγούδι, μέσα στο βιβλίο, απομονώσου, μη λειτουργείς σε μόνιμο βουλιμικό επεισόδιο, πραγματικά δεν χάνεις κάτι άλλο τόσο σημαντικό όσο νομίζεις.