Ο θάνατος αποτελεί πανανθρώπινη, αναπόφευκτη εμπειρία παρά την προϊούσα ιατρικοποίησή του. Σήμερα αμφισβητείται άλλωστε ότι αυτή αποτελεί καλή μορφή θανάτου λόγω της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης που συχνά συνεπάγεται. Καλούμαστε λοιπόν να αναλάβουμε τη συλλογική ευθύνη, να αποδεχτούμε την ανυπέρβλητη, υπαρξιακή συνθήκη της θνητότητας, συνδυάζοντας την κοινωνική αλληλεγγύη προς τους μελλοθανάτους με την αναγνώριση της προσωπικής αυτονομίας τους.
Το κοινωνικό καθήκον αλληλεγγύης απέναντι στους πάσχοντες μελλοθανάτους επιβάλλει πρώτιστα την ανάπτυξη της παρηγορητικής φροντίδας, δηλαδή ενός ολοκληρωμένου πλαισίου επιστημονικής γνώσης, υποδομών και επαρκούς, κατάλληλου προσωπικού για τη σωματική και ψυχική ενίσχυσή τους.
Ταυτόχρονα υπάρχουν νομικές επιλογές για να ενισχυθούν τα δικαιώματα των ασθενών, όπως η αναγνώριση των προγενέστερων οδηγιών ή ο ορισμός ενός έμπιστου προσώπου, που εκφράζουν τη βούλησή τους, ιδίως τη διακοπή μιας θεραπείας που έχει καταστεί μάταιη αφού η συνέχισή της δεν μπορεί να αποτρέψει τον επικείμενο θάνατο. Περαιτέρω ο σεβασμός του δικαιώματος στη ζωή δεν σημαίνει ότι η διατήρηση στη ζωή είναι υποχρεωτική, ότι υπάρχει ένα καθήκον να ζει κανείς, ιδίως όταν υποφέρει αφόρητα και επίκειται άμεσα ο θάνατός του. Γι’ αυτό και σε αυτή την περίπτωση δόθηκε νομοθετικά στη Γαλλία (νόμος Léonetti του 2016) η επιλογή στους γιατρούς να τους θέτουν σε βαθιά και συνεχή καταστολή μέχρι τον θάνατο, στο σπίτι και στα ιατρικοκοινωνικά ιδρύματα.
Το αίτημα για υποβοηθούμενη αυτοκτονία σε περιπτώσεις που ο θάνατος δεν επίκειται άμεσα, αλλά είναι βέβαιο ότι θα επέλθει μελλοντικά, εμπίπτει στην καταστατική, βιοηθική αρχή της αυτονομίας του προσώπου και στο νομικό δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθ. 8 της ΕΣΔΑ). Η αρχή της αυτονομίας οφείλει προφανώς να συμβιβαστεί με το δικαίωμα στη ζωή (άρθ. 2 της ΕΣΔΑ). Ηδη, από το 2020 το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αξιολογώντας τους όρους αυτής της συμφιλίωσης αποφάσισε ότι η ελευθερία της αυτοδιάθεσης καθιστά αντισυνταγματική τη διάταξη του γερμανικού Ποινικού Κώδικα που τιμωρεί την υποβοήθηση σε αυτοκτονία.
Σχετική γνωμοδότηση της Γαλλικής Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής (αρ. 139/2022) προτείνει ότι η τυχόν νομοθετική πρόβλεψη της δυνατότητας νόμιμης πρόσβασης στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία θα πρέπει να ανοίξει σε ενηλίκους που πάσχουν από σοβαρές και ανίατες ασθένειες, οι οποίες προκαλούν δυσβάστακτο σωματικό ή ψυχικό πόνο και των οποίων η πρόγνωση είναι μεσοπρόθεσμα απειλητική για τη ζωή.
Το αίτημα για ενεργητική βοήθεια στον θάνατο θα πρέπει να εκφράζεται από ένα ελεύθερο και ενημερωμένο άτομο και όχι επειδή αυτό δεν λαμβάνει την οφειλόμενη ιατρική και ψυχική στήριξη. Ειδικά προβλεπόμενη συλλογική απόφαση θα διασφαλίζει ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και ότι ο γιατρός θα έχει «ρήτρα συνείδησης», εάν δεν επιθυμεί να ανταποκριθεί στο αίτημα του ασθενούς μαζί με την υποχρέωση να τον παραπέμψει σε άλλον γιατρό.
Σε κάθε περίπτωση η ανάπτυξη δημόσιου διαλόγου όπου θα συζητηθούν οι παραπάνω ηθικές πτυχές και οι νομικές επιλογές αναγνωρίζει την ηθική σημασία του παραπάνω αιτήματος.
Η κυρία Ελένη Ρεθυμιωτάκη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νομικής ΕΚΠΑ,
τ. πρόεδρος Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής.