Τις προηγούμενες εβδομάδες είχαμε τρεις θετικές ειδήσεις για την ελληνική οικονομία: Βγήκαμε στις αγορές με έντοκα γραμμάτια ετήσιας διάρκειας, με τα οποία δανειστήκαμε με επιτόκιο 2,82%, χαμηλότερο δηλαδή από τη Γαλλία και συγκρίσιμο με το αντίστοιχο γερμανικό. Η Eurostat κατέταξε την ελληνική οικονομία δεύτερη στην ΕΕ από πλευράς ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ο πρώτος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που απένειμε πέρυσι στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών της από σταθερές σε θετικές.
Ωστόσο, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας αναρωτιέται ποια είναι η αντανάκλαση της πορείας της οικονομίας στην καθημερινότητά τους. Ας δούμε αυτό που ευλόγως και λόγω της πληθωριστικής κρίσης απασχολεί τους πολίτες περισσότερο: την πορεία των εισοδημάτων. Την περίοδο 2019-2023 το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα – αφού, δηλαδή, λάβουμε υπ’ όψιν την επίδραση του πληθωρισμού – αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 7,7%, που είναι ποσοστό διπλάσιο της αντίστοιχης αύξησης στην ΕΕ (3,3%) και τριπλάσιο της αύξησης στην ευρωζώνη (2,3%).
Ταυτόχρονα, από το 2020 ως το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης αυξήθηκε από το 62% στο 67%, παρά το γεγονός ότι μεσολάβησαν γεγονότα όπως ο κορωνοϊός – που επέδρασε οικονομικά εντονότερα στις μεσογειακές χώρες – και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ακριβώς ότι χάρη στους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης που σημειώνει η Ελλάδα «τρέχει» με γρηγορότερους ρυθμούς από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη στα εισοδήματα.
Το να είναι η Ελλάδα δύο και τρεις φορές πάνω από την Ευρώπη δεν ήταν κάτι στο οποίο ήμασταν συνηθισμένοι παλιότερα. Αν μη τι άλλο, είχαμε συνηθίσει να βρισκόμαστε προς στο τέλος του πίνακα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πανηγυρίζουμε ή ότι ισχυριζόμαστε ότι λύθηκαν όλα τα προβλήματα. Και, προφανώς, καταλαβαίνουμε την ανυπομονησία των πολιτών το βιοτικό τους επίπεδο και η καθημερινότητά τους να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο και ακόμη γρηγορότερα.
Αλλά, ας μην ξεχνάμε παράλληλα και τη βάση εκκίνησης. Διότι η χώρα μας βρέθηκε πολύ πίσω την προηγούμενη δεκαετία. Μεσολάβησε μια βαθιά κρίση κατά την οποία έχασε το 25% και πάνω του ΑΕΠ της και παραλίγο να βρεθεί έξω από την ευρωζώνη. Συνεπώς η προσπάθεια να κλείσουμε το χάσμα με τον μέσο όρο της Ευρώπης δεν μπορεί να γίνει με «οικονομικό διακτινισμό». Αλλά με συνεχή και σοβαρή προσπάθεια, με τη χώρα μας σταθερά προσανατολισμένη σε πολιτικές που θα εκπλήσσουν ευχάριστα τις αγορές και τους επενδυτές και θα καθιστούν τη χώρα μας σημείο αναφοράς στην ΕΕ.
Η βάση αυτής της προσπάθειας είναι το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, το οποίο συνδυάζει τη δημοσιονομική σοβαρότητα με τις φιλοεπενδυτικές και φιλοαναπτυξιακές πολιτικές και το οποίο έχει ανεβάσει την Ελλάδα πολλά σκαλιά ψηλότερα. Χάρη σε αυτή την πολιτική είναι που τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε πετύχει μια σειρά από επιδόσεις που οδηγούν την εισοδηματική σύγκλιση με την Ευρώπη, όπως οι πολλαπλάσιοι του ευρωπαϊκού μέσου όρου ρυθμοί ανάπτυξης και ότι 500.000 επιπλέον συμπολίτες μας βρήκαν δουλειά.
Αλλά και χάρη σε αυτή την πολιτική μπορούμε να εφαρμόσουμε ένα πλήρες οικονομικό πρόγραμμα ενίσχυσης των πολιτών – τη στιγμή που πολλές χώρες της ΕΕ καλούνται σε δημοσιονομική προσαρμογή –, όπως αυτό που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ. Και το οποίο περιλαμβάνει 12 μειώσεις φόρων και 12 αυξήσεις αποδοχών συνολικού ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Μεταξύ άλλων: Η οριζόντια αύξηση των μισθολογίου δημόσιου τομέα, η νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για εργαζομένους και εργοδότες, η κατάργηση τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η βάση του πακέτου αυτού ενίσχυσης των εισοδημάτων είναι ακριβώς το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζουμε.
Δηλαδή, από τη μία μεριά μειώσεις φόρων και φιλοεπενδυτικές πολιτικές που οδηγούν σε ισχυρότερη ανάπτυξη. Και από την άλλη πλευρά, με σοβαρά αποτελέσματα στη μάχη εναντίον της φοροδιαφυγής. Ετσι κατορθώνουμε να έχουμε περισσότερα έσοδα χωρίς να αυξήσουμε κανέναν φόρο – αντίθετα μειώνοντας δεκάδες φόρους τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε αυξημένα έσοδα, τα οποία γίνονται κοινωνικό μέρισμα για τους πολίτες. Υπάρχουν και εκείνοι που ρωτάνε: «Γιατί δεν δίνετε περισσότερα;».
Η απάντηση είναι απλή: Δεν υπάρχει κανένας υπουργός Οικονομικών και καμία κυβέρνηση που να μη θέλουν να δίνουν περισσότερα. Υπάρχουν όμως οι αντοχές του προϋπολογισμού και της οικονομίας, οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας και οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Αν φερθούμε επιπόλαια και ξεπεράσουμε κάποια όρια, τότε θα μπούμε σε ευρωπαϊκή επιτήρηση, με αποτέλεσμα να πάνε χαμένες οι θυσίες των πολιτών την προηγούμενη δεκαετία. Το θέλει, αναρωτιέμαι, κανείς αυτό;
Προσωπικά δεν πιστεύω καθόλου ότι ο κόσμος μάς ψήφισε για να λαϊκίσουμε και να παριστάνουμε τον Αϊ-Βασίλη με παροχές που βασίζονται σε δανεικά, υπονομεύοντας τελικά το μέλλον της ίδιας μας της πατρίδας και των παιδιών μας. Τέτοιες πολιτικές επιλογές θα ήταν κοντόφθαλμες. Και συλλογικά θα τις πληρώναμε στο όχι τόσο μακρινό μέλλον. Ενώ τις επιπτώσεις τους τις ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν.
Γι’ αυτό και εμείς επιλέγουμε μια οικονομική πολιτική η οποία, συνδυάζοντας τη δημοσιονομική πειθαρχία με τις φιλοεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις, οδηγεί την Ελλάδα σταθερά ολοένα και πιο κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης. Μια πολιτική, δηλαδή, που δεν έχει στον πυρήνα της ούτε τα δανεικά ούτε την καλή μας την καρδιά. Αλλά το σχέδιο, τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που θέτουν στιβαρά οικονομικά θεμέλια. Τη μόνη οικονομική πολιτική που μπορεί να εγγυηθεί μέρισμα ανάπτυξης που θα έχει διάρκεια στο μέλλον. Βρισκόμαστε σε αγώνα αντοχής. Και κρινόμαστε κάθε μέρα!
O κύριος Κωστής Χατζηδάκης είναι υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.