Η Γροιλανδία βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στο προσκήνιο εξαιτίας των δηλώσεων του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για την αγορά της χώρας.

Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την Αρκτική προκειμένου να ελέγχουν την οικονομική και στρατιωτική δραστηριότητα άλλων υπερδυνάμεων όπως η Ρωσία και η Κίνα, αλλά και λόγω των πλούσιων φυσικών πόρων της. Παρά τις αντιδράσεις, η αγορά εδαφών δεν αποτελεί επινόηση του προέδρου Τραμπ.

Αγοραπωλησίες εδαφών μεταξύ χωρών έχουν πραγματοποιηθεί σε προηγούμενες εποχές. Ακόμη και για τη Γροιλανδία υπήρξαν αντίστοιχες σκέψεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επί της προεδρίας του Χάρι Τρούμαν. Είναι αυτονόητες ωστόσο οι αντιδράσεις, καθώς αυτές οι πρακτικές δεν συνάδουν με τη βούληση των πολιτών αλλά και την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία των χωρών.

Στην περίπτωση της Γροιλανδίας η διαδικασία της ανεξαρτησίας είναι μακρά και επίπονη. Η χώρα αποτελεί «μνημονικό τόπο» (memory scape) με παγκόσμια σημασία. Οι σχέσεις Δανίας και Γροιλανδίας δεν ήταν πάντα ανέφελες, ενώ μαρτυρούν ότι η αποικιοκρατία δεν περιορίζεται στις μακρινές από την Ευρώπη περιοχές της Ασίας ή της Αφρικής. Για περισσότερα από 200 χρόνια η Γροιλανδία ήταν αποικία της Δανίας.

Το 1953 η χώρα ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Δανίας, ενώ από το 1979 έγινε αυτόνομη και, στη συνέχεια, αυτοδιοίκητη. Ωστόσο, πολιτικές ελέγχου του γηγενούς πληθυσμού των Ινουίτ από τη Δανία, μέσω προγραμμάτων «κοινωνικού σχεδιασμού», περιλαμβάνουν ιατρικές παρεμβάσεις σε γυναίκες και κορίτσια για τον έλεγχο των γεννήσεων στη δεκαετία του 1960 και 1970, απόπειρες βίαιης αφομοίωσης παιδιών που αποκόπηκαν από τις οικογένειες και το περιβάλλον τους, μετεγκατάσταση κοινοτήτων ψαράδων σε αστικούς χώρους και συγκροτήματα κατοικιών που ενέτειναν την απομόνωση και την κοινωνική αποξένωση.

Η Επιτροπή Συμφιλίωσης που δραστηριοποιήθηκε στη Γροιλανδία κατά το διάστημα 2014-2017, κατά το πρότυπο αντίστοιχων πρωτοβουλιών σε άλλες χώρες, είχε ως στόχο την προώθηση της διαδικασίας απο-αποικιοποίησης μέσα από τη διαχείριση του δύσκολου παρελθόντος. Τα ιστορικά τραύματα ωστόσο είναι ακόμη ανεπούλωτα.

Η «κατάκτηση της φύσης» αποτελεί ένα ακόμη κεφάλαιο εξαιρετικής σημασίας στην ιστορία της Γροιλανδίας. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η χώρα έζησε έναν δικό της «Ψυχρό Πόλεμο». Η αμερικανική παρουσία σφραγίστηκε από επίμονες προσπάθειες ελέγχου ενός τόπου με βαρύ ψύχος, παγετώνες και σκοτάδι. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι αμερικανικές δυνάμεις απασχόλησαν επιστήμονες σε φιλόδοξα προγράμματα.

Στην παγωμένη χώρα οι αμερικανικές αποστολές μελέτησαν μεθόδους για την πρόβλεψη και τον έλεγχο των καιρικών φαινομένων, την ανάλυση των μετεωρολογικών δεδομένων, τις δυνατότητες πλοήγησης σε συνθήκες έντονης χιονοθύελλας, σκότους ή εκτυφλωτικού λευκού που περιορίζει την ορατότητα, τους τρόπους οικοδόμησης περασμάτων και υπόγειων διαδρομών μέσα στον πάγο.

Η terra incognita του πάγου αποτέλεσε έναν τόπο οργιώδους προσπάθειας «κατάκτησης» της φύσης. Αν και πολλά προγράμματα δεν στέφθηκαν από επιτυχία, οι γνώσεις για την καιρική μεταβολή, τη διασπορά των νεφών και την πρόκληση βροχοπτώσεων αξιοποιήθηκαν από τους Αμερικανούς στον καιρό του πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και σε άλλες χώρες.

Η Γροιλανδία αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δίοδο για την εξερεύνηση της σχέσης των ανθρώπων με τη φύση αλλά και της βουλιμικής φιλοδοξίας για τον έλεγχό της. Ο δικός της «Ψυχρός Πόλεμος» ερμηνεύει ίσως το ενδιαφέρον της σημερινής αμερικανικής ηγεσίας και όσων βλέπουν την κατάκτηση της φύσης και του κόσμου ως το δικό τους «τελευταίο σύνορο».

Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.