Στην επιφυλλίδα μου με τίτλο «Ποιητικά μανιφέστα και ελληνικός Υπερρεαλισμός» (Το Βήμα, 13/10/2024), τη γραμμένη με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη δημοσίευση του πρώτου υπερρεαλιστικού μανιφέστου, χαρακτήριζα τον ρέποντα προς την ποίηση Ελληνα ον μανιφεστογραφικόν.

Και παρέθετα τους τίτλους αρκετών ποιητικών μανιφέστων μας του περασμένου αιώνα ως κατευθυντήριων διακηρύξεων λυτρωτικής διεξόδου από τα εκάστοτε λιμνάζοντα ποιητικά μας ύδατα. Μεταξύ αυτών ανέφερα και τα ονόματα του «Συναισθηματισμού» και του «Συνθετικού Ρεαλισμού», κινημάτων αντίπαλων μεταξύ τους, που, λόγω της κοινής τους πατρότητας και της σχεδόν ταυτόχρονης εμφάνισης και «συνύπαρξής» τους, αποτελούν μοναδική περίπτωση στην ιστορία των λογοτεχνικών μας διακηρύξεων. Επειδή η περίπτωση αυτή αποτελεί ένα ηρωικό αλλά λησμονημένο επεισόδιο της ιστορίας της ποιητικής γενιάς του ’30, αξίζει τον κόπο να την αφηγηθεί κανείς.

Αρχηγός αυτών των δύο κινημάτων υπήρξε ο Νίκος Παππάς (1906-1997). Γεννημένος στα Τρίκαλα και δραστηριοποιούμενος ποιητικά στην Αθήνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, δημοσιεύει το καλοκαίρι του 1946 ένα μανιφέστο με τίτλο «Συνθετικός Ρεαλισμός» («Φιλολογικά Χρονικά», τεύχος 13), με το οποίο επιτίθεται εναντίον των «αντιρρεαλιστικών ποιητικών κατευθύνσεων» της προηγούμενης δεκαετίας, τις οποίες έβλεπε να υπερισχύουν, αντιτάσσοντας «το αίτημα ενός σωστού ρεαλισμού», που «το πιο έντονο, το πιο άμεσο, το πιο μαχητικό γνώρισμά του είναι εκείνο της αντιστασιακής λογοτεχνίας»: «ένα κύμα σύνθεσης στιβαρό, ανθρώπινο, επιβλητικό, που χωρίζει άμεσα την Τέχνη σε δύο ασυμβίβαστους χώρους»: στον «συνθετικά ρεαλιστικό» (Νίκος Παππάς) και «στον άλλο χώρο, στο οποίο περικλείνονται όλες οι άλλες τάσεις, απ’ τη γριά παράδοση ως την άταχτη και ύποπτη νεανικότητα του Υπερρεαλισμού».

Και, για να γίνει απόλυτα συγκεκριμένος, ο Παππάς δημοσιεύει στο ίδιο περιοδικό το σκωπτικό ποίημά του «Οι ποιητές της Κυριακής», που τελειώνει με τον περίφημο τότε δεκαπεντασύλλαβο «Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο».

Δύο χρόνια αργότερα ο Παππάς γνωρίζει το έργο του ζωγράφου Τάκη Βαλσάμ, έργο τοπιογραφικό, χωρίς ίχνος αντιστασιακής συνθετικής ρεαλιστικότητας. Ο «συναισθηματισμός» της απεικόνισης των τοπίων του οποίου τον συγκλονίζει τόσο ώστε όχι μόνο να εκδώσει αυτοτελώς (1948) δύο μελέτες του για αυτόν, αλλά και να δημοσιεύσει, ως «ολοκλήρωση του «Συναισθηματισμού» του Βαλσάμ», ένα δεύτερο ποιητικό μανιφέστο με τίτλο Ο Συναισθηματισμός μεταπολεμικό αίτημα (1949), εξαγγέλλοντας ένα νέο ποιητικό του κίνημα, τον «Συναισθηματισμό», και καλώντας «τους οπαδούς του Συνθετικού Ρεαλισμού» του «κι εκείνους που ζητάνε αστάθμητοι και πελαγωμένοι μια νέα όψη της Τέχνης» να συστρατευθούν με αυτό. Βασικά χαρακτηριστικά του νέου κινήματος, «με τα οποία μόνο μπορεί να ικανοποιηθεί η μεταπολεμική αίσθηση», είναι «η ελληνική πατρότητα» («η πρώτη γνήσια ελληνικότητα»), «η καθαρή αισθητική αντίληψη» και «η φλογερή περιβολή του αντικειμενικού κόσμου με το συναίσθημα». Συγχρόνως, στην προσπάθειά του να προσελκύσει στο κίνημα ομηλίκους του και νεότερους ποιητές, ο Παππάς εκδίδει το περιοδικό «Νέοι Ρυθμοί» (δέκα τεύχη, Μάρτιος 1949 – Ιανουάριος 1950), με το οποίο κατορθώνει να συσπειρώσει γύρω του έναν σεβαστό αριθμό «Συναισθηματιστών».

Το μόνο κοινό στοιχείο αυτών των δύο αντίπαλων μεταξύ τους κινημάτων είναι η αντιπαλότητά τους με τους ποιητές του περίφημου δεκαπεντασύλλαβου. Ο Παππάς – διεκδικητής της ποιητικής ηγεμονίας της εποχής – επιτίθεται με τέτοιο μένος κατά των τεσσάρων καβαλάρηδων της ποιητικής Αποκαλύψεως, ώστε ο κορυφαίος κριτικός της γενιάς του ’30 Ανδρέας Καραντώνης να τον αποκαλεί «ο Αττίλας των Τρικάλων».

Εχοντας υποκρύψει «τον υγιέστατο και έξοχο οργανισμό του «Συνθετικού Ρεαλισμού»» στον απατηλό Δούρειο Ιππο του «Συναισθηματισμού» του, ο Παππάς επιχειρεί, και πάλι, να κατατροπώσει «τους αδιόρθωτους μανιακούς της υπερρεαλιστικής διάλυσης και τους κλικαδόρους στιχουργούς της ελιοτικής συνέχειας Σεφέρη και Ελύτη, που δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική ποίηση και τις ρίζες της» (1949). «Κύριε Θωμά Ελιοτ μ’ ακούς; Είμαι ο Νίκος Παππάς από τα Τρίκαλα» κραυγάζει σε ένα ποίημά του (1948).

Καθώς η κραυγή του δεν συγκινεί και βλέπει τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας να τον αγνοούν ή να τον υποτιμούν, ο Παππάς θα επιχειρήσει την τελευταία του επίθεση για την εξασφάλιση μιας υστεροφημίας. Θα γράψει μιαν Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1972, σελίδες 550), με σκοπό να αποκαλύψει «την πραγματική εικόνα της από το 1930 μέχρι σήμερα ιδιαίτερα», ώστε «οι νέες πνευματικές γενιές που έρχονται να μάθουν τα αληθινά μεγάλα ονόματά της».

Ο Ελύτης καταλαμβάνει επτά σελίδες σε αυτή, ο Σεφέρης πέντε, οι Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος από μία και ο Παππάς έξι, που, προστιθέμενες στις εννιά σελίδες του κεφαλαίου «Ο Συνθετικός Ρεαλισμός», αθροίζονται σε δεκαπέντε. Οσο για το έτερο κίνημά του, ο Παππάς διευκρινίζει (σ. 485) ότι ο τίτλος του αποτελούσε προσωπείο των ποιητών του Συνθετικού Ρεαλισμού, που «για λόγους προφυλάξεως ονόμαζαν το κίνημά τους κίνημα του Συναισθηματισμού».

Επειδή δεν θεωρεί πρέπουσα την περιαυτολογία, ο Παππάς καλύπτει τις σελίδες που αναφέρονται στο έργο του με κρίσεις άλλων κριτικών, οι οποίες κυμαίνονται από τον ένθερμο έπαινο ως την αποθέωση. Από τις κρίσεις αυτές ακριβέστερη είναι, πιστεύω, εκείνη του Ανδρέα Καραντώνη: «Ο Νίκος Παππάς είναι ποιητής πολύ πιο σημαντικός από άλλους συναδέλφους του που έχουν πιο μεγάλη φήμη».

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.