Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα τροπαιούχος. Και έτυχε πρωτοφανούς υποδοχής από τον ελληνικό λαό. Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων και προτροπών από τους φίλους και το περιβάλλον του επέλεξε να αναιρέσει την προ τετραετίας απόφασή του να παραιτηθεί από την πολιτική και να αποδεχθεί, τον Μάιο του 1928, να ηγηθεί του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις εκλογές που ακολούθησαν τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς κατήγαγε περιφανή νίκη, με τους βενιζελικούς των Φιλελευθέρων να κερδίζουν 178 έδρες και να εξασφαλίζουν συντριπτική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.
Ο Βενιζέλος βρήκε την οικονομία σταθεροποιημένη. Η προηγηθείσα διετία 1926-27 υπήρξε αποδοτική, η δραχμή είχε σταθεροποιηθεί έπειτα από 15 χρόνια υποτιμήσεων και εκείνος επέλεξε να την εντάξει στον τότε νομισματικό κανόνα του χρυσού. Ταυτόχρονα ανέπτυξε ένα φιλόδοξο σχέδιο δημοσίων επενδύσεων με σκοπό την οικονομική αναγέννηση και ανασυγκρότηση της χώρας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Για τη χρηματοδότησή του χρειάστηκε εκτεταμένος δανεισμός από εγγλέζους κεφαλαιούχους του Σίτι του Λονδίνου. Ακολούθησαν χρόνια ευφορίας και ισχυρής ανάπτυξης. Οι προϋπολογισμοί ήταν πλεονασματικοί επί τρία συνεχή χρόνια, οι εξαγωγές αυξήθηκαν και η βιομηχανική παραγωγή ενισχύθηκε, οι αμοιβές ήταν ελεγχόμενες και η ανεργία περιοριζόταν. Το 1931 τίποτε δεν προμήνυε τη συνέχεια. Ωστόσο οι συνέπειες του κραχ του 1929 και της μεγάλης ύφεσης στις ΗΠΑ μετέφεραν κύματα χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρώπη. Πρώτη επηρεάστηκε η ηττημένη τότε Γερμανία, η οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις δυσβάστακτες πολεμικές αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γρήγορα η κρίση επεκτάθηκε, μεταφέροντας πιέσεις και στη δανείστρια Βρετανία. Ο Βενιζέλος τότε επέλεξε, παρά τις αντιρρήσεις του Μάξιμου και του Βαρβαρέσου, επιφανών οικονομολόγων της εποχής, να δώσει τη μάχη της δραχμής, να τη διατηρήσει δηλαδή ισχυρή έναντι της στερλίνας, ώστε να εξυπηρετεί απρόσκοπτα τον αυξημένο δανεισμό. Οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν την επιλογή του.
Οι εξαγωγές μειώθηκαν, η αγροτική παραγωγή κατέρρευσε, η νεότευκτη τότε βιομηχανία ασφυκτιούσε και οι εργαζόμενοι άρχισαν να αναπτύσσουν ισχυρές διεκδικήσεις. Ο Βενιζέλος επιχείρησε να χειριστεί προσωπικά το θέμα. Ταξίδεψε στη Ρώμη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο διεκδικώντας νέο δανεισμό ύψους 50 εκατ. δραχμών. Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών αρνήθηκε τη χρηματοδότηση, επειδή έκρινε ότι η Ελλάδα δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της, παρά επιδιώκει να μεταβιβάσει το βάρος στους πιστωτές. Στις 27 Απριλίου η δραχμή εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού και υποτιμήθηκε ταχύτατα στις αρχές Μαΐου και στη διάρκεια του ίδιου μήνα επήλθε η χρεοκοπία, με το κράτος να κηρύσσει παύση πληρωμών. Το κύρος του Βενιζέλου ετρώθη ανεπανόρθωτα, οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους, οι απεργίες γενικεύθηκαν, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά άρχισαν να πτωχεύουν μαζικά, οι άνθρωποι έχαναν τα σπίτια τους εν ριπή οφθαλμού και η κυβέρνηση κατέρρευσε στις 21 Μαΐου του 1932.
Ακολούθησε περίοδος μεγάλης έντασης, συγκρούσεων και πολιτικών αναταραχών που κατέληξαν στη δικτατορία του Μεταξά το 1936. Προφανώς δεν υπάρχουν αναλογίες με το σήμερα. Ωστόσο η ιστορική αναδρομή έρχεται να καταδείξει πόσο καθοριστικές για την πορεία των πραγμάτων μπορούν να αποδειχθούν βασικές οικονομικές επιλογές. Στην τρέχουσα περίοδο τα δημόσια οικονομικά δηλώνουν υγεία, οι επιχειρήσεις και δη οι μεγαλύτερες υπερκερδοφορούν, απολαμβάνουν ευκαιρίες πρωτοφανούς μεγέθυνσης και οι μέτοχοί τους πλουτίζουν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου.
Αντιθέτως, οι μικρότερες των επιχειρήσεων δοκιμάζονται και οι εργαζόμενοι δεν απολαμβάνουν το μερίδιο που αναλογεί στις προσπάθειες και στον κόπο τους, με την κυβέρνηση μάλιστα να νομοθετεί περιορισμούς στις αυξήσεις αποδοχών και να εμποδίζει την ελευθέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αργά ή γρήγορα οι κοινωνικές πιέσεις θα ενταθούν και αν τύχει να συμπέσουν με μια πιθανή σε τούτους τους αβέβαιους καιρούς διεθνή οικονομική κρίση τα πράγματα θα λάβουν άλλες διαστάσεις. Το 2032, έτος κρίσης για το χρέος μας, δεν είναι μακριά. Οσο και αν το 1932 απέχει έναν αιώνα, οι δογματισμοί και οι συνέπειές τους δυστυχώς συνεχίζουν να μας συνοδεύουν.