Ο Αντώνης Λυμπέρης, για τον οποίο το σημερινό ΒΗΜΑgazino έχει ένα αφιέρωμα όπως αυτά που του άρεσε να βλέπει στα περιοδικά του, με ωραία κείμενα, ακόμα πιο όμορφες εικόνες και πάντα με ένα καλά μελετημένο packaging, δεν είναι πια ανάμεσά μας.

«Δεν είναι» και όχι «δεν ζει», επειδή όταν ένας άνθρωπος έχει δημιουργήσει τόσα περιοδικά και έχει παραγάγει έργο όσο ελάχιστοι στη μιντιακή Ελλάδα, ζει και αφού ολοκληρωθεί όλο το προσωπικό τεύχος του.

Η ιλουστρασιόν κληρονομιά του Λυμπέρη, όπως και ακόμα πολύ λίγων πραγματικών περιοδικατζήδων, μπορεί να έχει συνδεθεί με την αλόγιστη σπατάλη των Ελλήνων τη δεκαετία του ’90, αλλά δεν φταίνε τα περιοδικά που ο μέσος Ελληνας ήθελε να ζήσει καλύτερα, σε μια εποχή που του έλεγαν ότι είναι τώρα η μεγάλη ευκαιρία (=αλλαγή) για να το κάνει. Σίγουρα οι λίστες με τα αντικείμενα που πρέπει να αγοράσει ο άνδρας του 1996 επηρέαζαν την κατανάλωση, αλλά όχι περισσότερο από το τωρινό αλγοριθμικό κυνήγι των social media, που σε περιμένουν σε κάθε γωνία του scroll σου για να σου σερβίρουν προς αγορά κάτι που απλώς συζητούσες πριν από λίγες ώρες.

Τα περιοδικά ήταν και παραμένουν, ισχνά έστω, τα σημεία όπου συγκεντρώνονται ιστορίες. Με χιλιάδες ή όχι λέξεις, με έγχρωμες ή ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με velvet ή χαρτί γραφής, τα περιοδικά ήταν για σχεδόν έναν αιώνα ο καλύτερος τρόπος για να πεις μια ιστορία.

Η καθίζησή τους από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και μετά, η μετατόπιση του κοινού προς άλλες πλατφόρμες περιεχομένου, καθώς και η ταχύτητα με την οποία τρέχει ο κόσμος μετέτρεψαν το τυπωμένο περιοδικό σε ένα στιγμιότυπο της προηγούμενης στιγμής.

Το έβγαλαν από τα περίπτερα, το ξεκρέμασαν από τα μανταλάκια, το αποθήκευσαν σε ντουλάπες και πατάρια γιατί έπιανε χώρο, το χαρακτήρισαν παλιό. Πεθαμένο.

Εκείνο ωστόσο αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα από το 2021 και μετά να υπάρχει μια σταθερότητα στις πωλήσεις παγκοσμίως, με την Αυστραλία να επιδεικνύει το 2023 και αύξηση 4,6%, ενώ στις ΗΠΑ το 2021 κυκλοφόρησαν 121 νέοι τίτλοι περιοδικών.

Οι ψηφιακές συνδρομές του «New Yorker» αυξάνονται και το «Atlantic» ζει δεύτερη νιότη. Κανείς βέβαια δεν περιμένει την ολική επαναφορά του.

Ομως τα περιοδικά ως είδος πολυτελείας και αισθητικής, αλλά και ως κοιτάσματα καλής ερευνητικής και longform δημοσιογραφίας, παραμένουν και χρήσιμα και εκεί έξω, ενώ στην εποχή του digital fatigue το μισάωρο ξεφύλλισμα ενός περιοδικού αυξάνει τα επίπεδα συγκέντρωσης.

Η βαθύτερη αιτία αντοχής τους όμως ήταν η ποιοτική υπεροχή τους. Η λεπτομέρεια, η τελειομανία, η διαρκής δημιουργικότητα που απέπνεαν σε κάθε τους σελίδα. Οπως ο ίδιος ο Αντώνης Λυμπέρης. RIP.