Ηεπικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θέτει το ζήτημα της αντίδρασης του Συντάγματος στις εξελίξεις της ψηφιακής τεχνολογίας. Ενώ το νομικό οπλοστάσιο ενσωματώνει διατάξεις που υποδέχονται τις εξελίξεις αυτές στα περισσότερα πεδία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, στο πεδίο της πολιτικής η αποδοχή των εξελιγμένων τεχνολογικών κατακτήσεων είναι αμφίθυμη. Το Διαδίκτυο χρησιμοποιείται ευρέως για την ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε κυβερνητικούς θεσμούς, παρατηρείται μια απροθυμία στις εκλογικές διαδικασίες.
Το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Διερευνάται αν μπορεί να επιχειρηθεί αναλογική εφαρμογή πολλών από τις ήδη υφιστάμενες συνταγματικές ρυθμίσεις στην περίπτωση που τεθεί σε εφαρμογή η ηλεκτρονική ψηφοφορία, ειδικότερα των άρθρων 51 παρ. 3 Σ σχετικά με την άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία και 51 παρ. 4 Σ, για τη διευκόλυνση των πολιτών στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Μια «εύκολη» προσέγγιση θα υποστήριζε ότι για τη διεξαγωγή της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση, καθώς οι εκλογές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ο συντακτικός νομοθέτης δεν είχε υπ’ όψιν του κατά την περίοδο θέσπισης του Συντάγματος την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Συνεπώς, θα έπρεπε να απαιτείται συνταγματική πρόβλεψη, καθώς αφορά σε ένα ζήτημα άμεσα σχετιζόμενο με την πολιτειακή δομή. Η γραμματική ερμηνεία, επίσης, συνηγορεί ότι το Σύνταγμα αφήνει το περιθώριο διεξαγωγής ηλεκτρονικής ψηφοφορίας μόνο για τους εκτός επικρατείας ψηφοφόρους στο άρθρο 51 παρ. 4 εδ. γ, που προβλέπει την ψηφοφορία με επιστολική ψήφο ή με άλλο πρόσφορο μέσο, το οποίο θα μπορούσε να είναι η ηλεκτρονική ψηφοφορία. Αντιθέτως, δεν προβλέπεται αυτή η δυνατότητα για τους εντός επικρατείας ψηφοφόρους.
Ωστόσο, η θεώρηση εκείνη, που συνάδει με το λιτό περιεχόμενο του συνταγματικού κειμένου, σε συνδυασμό με τον βαρύνοντα σκοπό των εκλογών να ενισχύεται η δημοκρατία με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή, συνηγορεί ότι δεν απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση, αλλά αρκεί απλή νομοθετική ρύθμιση. Η ηλεκτρονική ψηφοφορία, αν σχεδιαστεί προσεκτικά, δεν παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ψήφου, αλλά τις υπηρετεί. Και αυτό διότι θα αυξηθεί η συμμετοχή των ψηφοφόρων, θα μειωθεί η ταλαιπωρία τους, θα περιορισθεί το εκλογικό κόστος και η σπατάλη τόνων χαρτιού.
Παρόλο που τυπικώς δεν απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση, για λόγους συμβολικούς που αφορούν στην κορυφαία διαδικασία της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών, θα ήταν ευκταίο ο αναθεωρητικός νομοθέτης να προβεί στη συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού. Αναμένουμε λοιπόν την σταδιακή της εφαρμογή υπό αυστηρό έλεγχο και με σεβασμό στις συνταγματικές αρχές. Πρώτον, οι πολίτες θα ψηφίζουν ηλεκτρονικά σε εκλογικά κέντρα, και όχι από πιθανόν ευάλωτους προσωπικούς υπολογιστές. Δεύτερον, η ηλεκτρονική ψηφοφορία μπορεί να διεξαχθεί αρχικά σε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, όπως είναι λ.χ. οι εκτός επικρατείας ψηφοφόροι. Τρίτον, η ηλεκτρονική ψηφοφορία πρέπει να αποτελεί εναλλακτική δυνατότητα παράλληλα με την αυτοπρόσωπη προσέλευση. Τέταρτον, κρίνεται απαραίτητη η πρόβλεψη εναλλακτικού σχεδίου, π.χ. επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας, παράταση αυτής, σε περίπτωση αστοχίας του ηλεκτρονικού συστήματος.
To ερώτηµα για την ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν τίθεται ως προς το εάν επιτρέπεται, αλλά ως προς το πώς επιτρέπεται. Η τεχνολογία στη νεωτερική ιστορία της ανθρωπότητας δεν ήταν ποτέ εχθρός της δημοκρατίας, αλλά πιστός σύμμαχος, όταν η χρήση της είναι στοχευμένη και εποπτευόμενη.
Η κυρία Φερενίκη Παναγοπούλου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου