Ο όρος «ηγεμονία» έχει μεγάλη και πλούσια ιστορία στη θεωρία. Από τον Μακιαβέλι στον Γκράμσι και μέχρι τους θεωρητικούς ενός «αριστερού λαϊκισμού» (τον Ερνέστο Λακλάου, τη Βελγίδα Σαντάλ Μουφ και πολλούς άλλους), η ηγεμονία έγινε λέξη-κλειδί για την πολιτική επίδραση και τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Λέξεις όμως σαν αυτήν δεν μένουν αναξιοποίητες από τις πιο πρακτικές πολιτικές βλέψεις. Η Κεντροδεξιά αλλά και πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις της Δεξιάς στην Ευρώπη (κυρίως στην Ιταλία ή στη Γαλλία) μιλούν από χρόνια για την ηγεμονία της Αριστεράς στο χώρο των ιδεών. Και στα δικά μας, τα αποτελέσματα των εκλογών μετά το 2019 ξαναζέσταναν τη συζήτηση για πολιτική ηγεμονία της Δεξιάς ή, κάπως πιο πεζά, του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Προφανώς, όλα αυτά είναι τόσο άνισα μεταξύ τους που η λέξη «ηγεμονία» κινδυνεύει να γίνει άλλη μια περισπούδαστη κενολογία. Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα ερώτημα το οποίο αξίζει: έχουμε όντως στη χώρα μας μια συντηρητική ή έστω συντηρητική-φιλελεύθερη ηγεμονία; Η ήττα και η περιδίνηση του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυσκολίες μεγάλης ανάκαμψης του ΠαΣοΚ και η κυριαρχία του Πρωθυπουργού παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, αποδεικνύουν λοιπόν μια γενικότερη «δεξιά μετατόπιση»;
Οποιος φυλλομετρά παλιές εφημερίδες και περιοδικά συναντά άπειρα τα άρθρα που βεβαιώνουν πως έχουμε «συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας». Οι μεν αναθεμάτιζαν την αιώνια «αριστερή ηγεμονία» στα πανεπιστήμια και οι άλλοι βρίσκοντας διαρκώς την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών σε μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη. Τα ίδια συμπεράσματα γράφονταν το 1985, το 2000 ή και πιο πρόσφατα.
Ας δούμε όμως κάτι που μας βοηθά να καταλάβουμε τη συγκυρία. Πρέπει να διακρίνουμε πολιτική κυριαρχία και ηγεμονία. Κάποιος μπορεί να έχει τον πρώτο λόγο ως πολιτική δύναμη και συγχρόνως σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και της κοινωνίας να διατηρεί διαφορετικές ιδέες-αξίες. Τα τελευταία χρόνια φανερώνεται ένα μείγμα «μοιρολατρικού» ρεαλισμού και προσδοκιών έντονης προστασίας. Ο ριζοσπαστισμός δεν διαθέτει δυναμική και ακόμα και η άνοδος του ΚΚΕ ή σχημάτων της πιο «κινηματικής Αριστεράς» δεν αλλάζουν τα δεδομένα. Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί στην απόκλιση ανάμεσα σε μια πολιτική Αριστερά που θέλει κλασικούς όρους πολιτικής και σε κάτι απροσδιόριστα προοδευτικό το οποίο διεκδικεί την έννοια της κανονικότητας και του πατριωτισμού από το Κέντρο και την Κεντροδεξιά. Αυτές οι περιδινήσεις δημιουργούν κενό ιδεών και πολιτικών προσανατολισμών.
Ετσι, η «ηγεμονία» παίζεται στην αξιοπιστία των προσώπων παρά στην ακτινοβολία κομματικών χώρων. Ζούμε επίσης την αποθέωση της αξίας της αποτελεσματικότητας με όρους παραγόμενου έργου ή υπόσχεσης για έργο. Η αποκοπή της αποτελεσματικότητας από άλλες διαστάσεις (ηθικές, αξιακές, κράτος Δικαίου κ.λπ.) νομιμοποιεί και περιπτώσεις όπως αυτή του Αχιλλέα Μπέου. Η ηγεμονία μιας ρηχής διαχειριστικής σκοπιάς (αυτός ή αυτή θα «κάνουν τη δουλειά», είναι doers) πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες για λογής μορφώματα και προσωποπαγή «χαρίσματα».
Ετσι η ηγεμονία κατακερματίζεται σε δίκτυα επιρροής, καμπάνιες προώθησης και ρητορικά υβρίδια που προσομοιάζουν μεταξύ τους. Πολλές φορές δυσκολεύεται να διακρίνει κανείς μεταξύ υποψηφιοτήτων προοδευτικής ή συντηρητικής στήριξης. Αναδεικνύεται εντονότερα ένας χώρος διαφημιστικής-πολιτικής διασημότητας, μια ροή όπου φιλελεύθερα, σοσιαλδημοκρατικά ή και συντηρητικά λεξιλόγια συμβιώνουν και ανακατεύονται για να μείνει η έννοια του «καταξιωμένου προσώπου».
Εκ προελεύσεως, η ηγεμονία φανέρωνε ιδέες, στυλ και πρότυπα που έχουν διάρκεια και βάθος. Η απλή κυριαρχία ήταν πιο εξωτερική, η ηγεμονία κατά τεκμήριο πιο διεισδυτική. Η κυριαρχία ήταν απλώς πολιτική ενώ η ηγεμονία συνδέεται με την «κατάκτηση της ψυχής» του πολίτη, με μια βαθύτερη αναδιαμόρφωση του νου.
Εχουμε μια κεντροδεξιά ηγεμονία στη χώρα, αφού επιβεβαιώνονται εκλογικά πρόσωπα και παρατάξεις αυτής της οικογένειας; Η αίσθησή μου είναι ότι μέσα από τις πρόσφατες καταστροφές, από τα Τέμπη μέχρι τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, επιβεβαιώνεται περισσότερο ένας ρεαλισμός της παραίτησης: η ευαλωτότητα και η αίσθηση αδυναμίας που αισθάνονται πολλοί έχει δώσει ώθηση στην άποψη ότι αφού μια πιο δίκαιη κοινωνία είναι ανέφικτη, ας έχουμε τουλάχιστον ένα λειτουργικό κράτος. Παρά τη συνεχή κρίση αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης και των μηχανισμών διοίκησης, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν πείθουν ακόμα ως προς την εγκυρότητα των εναλλακτικών τους.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.